Category Archives: ΕΜΦΥΛΟ

ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΗ-ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΙΣΟΤΗΤΑ,ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ,ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ

ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΗ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΗ

ΝΑ ΣΤΑΘΟΥΜΕ ΑΝΑΧΩΜΑ ΣΤΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑΣ

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΙΣΟΤΗΤΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ

*πανό που κρεμάστηκε χθες το απόγευμα σε κεντρικό σημείο της πόλης της Ξάνθης με αφορμή την γυναικοκτονία έξω από το Α.Τ Αγίων Αναργύρων.

ΚΑΜΙΑ ΜΟΝΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΤΡΑΦΙΚΙΝΓΚ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑΣ-ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΗΝ 12ΧΡΟΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ

 

*φωτογραφία από την σημερινή συγκέντρωση στην πλ. Αντίκα ενόψει της πανελλαδικής ημέρας δράσης για την 12χρονη από τον Κολωνό.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΗΝ 12ΧΡΟΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ- ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ 10.2 ΕΝ ΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΜΕΡΑΣ ΔΡΑΣΕΩΝ

Μπορείς να κατεβάσεις την παρακάτω ανακοίνωση σε μορφή pdf από εδώ.

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΗΜΕΡΑΣ ΔΡΑΣΗΣ

ΣΑΒΒΑΤΟ 10.2, 12.00, ΠΛ. ΑΝΤΙΚΑ

 

ΚΑΜΙΑ ΜΟΝΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ TRAFFICKING ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑΣ

Την Δευτέρα 8 Γενάρη ξεκίνησε η δίκη των κατηγορουμένων της πρώτης δικογραφίας για την υπόθεση βιασμών και τράφικινγκ της 12χρονης στον Κολωνό. Η δίκη διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών, μια απόφαση που οδηγεί σε αδιαφάνεια της διαδικασίας με την απουσία δημοσιογράφων αλλά και αλληλέγγυων κατά τη διάρκεια της δίκης, συγκαλύπτοντας ακόμα και αυτό το στάδιο της ως τώρα διαχείρισης της υπόθεσης.

 

Δεν ξεχνάμε ακόμη πριν λίγο καιρό που η  τότε υφυπουργός εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου  έδωσε στη δημοσιότητα τα στοιχεία κατοικίας της 12χρονης, αφήνοντάς την ευάλωτη στα κανιβαλιστικά μέσα ενημέρωσης, τους τραμπουκισμούς των θυτών-παιδοβιαστών και τις μαφιόζικες τακτικές εκφοβισμού ενός κυκλώματος trafficking. Ενδεικτική είναι και η «προστασία» που της προσέφερε το κράτος αφού όπως ανέφερε και ο  τότε υπουργός προστασίας του πολίτη Τάκης Θεοδωρικάκος, η αστυνομία προσέχει την ασφάλεια του παιδιού “διακριτικά” και “στο βαθμό που την αφορά”. Την ίδια στιγμή οι καταγγελίες της οικογένειας για τις επιθέσεις που δέχτηκαν γύρω και μέσα στο σπίτι που διαμένουν “διερευνήθηκαν από την ΕΛ.ΑΣ. και δεν επιβεβαιώθηκαν”. Η προστασία λοιπόν που θέλησαν να προσφέρουν ήταν τόσο διακριτική που άφησε ένα κορίτσι 12 χρονών (!) πλήρως εκτεθειμένο απέναντι στις επιθέσεις των κυκλωμάτων trafficking που κατήγγειλε και χαρακτηρίζοντας τις υπόλοιπες επιθέσεις που δέχτηκε ως «μη επιβεβαιωμένες». Εμείς όμως ξέρουμε πως ενώ κράτος και ΕΛΑΣ κάνουν τα στραβά μάτια οι επιθέσεις αυτές έχουν αφήσει σωματικό και ψυχικό αποτύπωμα τόσο στο ίδιο το 12χρονο κορίτσι όσο και στην οικογένειά της.

 

Αυτή είναι η στήριξη του κράτους και των θεσμών του στα θύματα έμφυλης βίας και  sex trafficking. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η πλειονότητα των κινήσεων αλληλεγγύης στη 12χρονη έχουν δεχτεί καταστολή μια ακόμα ένδειξη της θέσης που παίρνει το κράτος σε αυτή την υπόθεση, όπως και σε πολλές άλλες. Έτσι και για τη 12χρονη από τον Κολωνό, αλλά και την 19χρονη και την 27χρονη στην Ηλιούπολη που κατήγγειλαν τους βιαστές και σωματεμπόρους τους.Οι ίδιες βρήκαν τη δύναμη και τα έβαλαν με επικίνδυνα  κυκλώματα sex trafficking, όπου δρουν κάθε λογής ισχυρά πρόσωπα και υψηλά ιστάμενοι της ΕΛΑΣ ενώ το κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί ούτε την ασφάλεια, ούτε τη δικαίωσή τους. Μπορεί μάλιστα να τις βγάλει και στη σέντρα και να τις εκθέσει, όπως έγινε και με το πολλαπλά ευάλωτο ανήλικο κορίτσι που βίασαν και κακοποίησαν δεκάδες καθίκια.

 

Και στις δύο περιπτώσεις οι περισσότεροι από τους μαστροπούς και (παιδό)βιαστές έχουν αφεθεί ελεύθεροι, ενώ αντίθετα έμμεσα, και καθόλου τυχαία, τιμωρούνται τα θύματα που τους κατήγγειλαν. Είτε με όσα περιγράψαμε πιο πάνω για την έκθεση της 12χρονης, είτε με την εκδικητική φυλάκιση της μητέρας της, είτε με τη διαπόμπευση στο δικαστήριο στην υπόθεση της Ηλιούπολης. Η συνταγή ξεπλύματος του θύτη και έκθεσης της είναι ίδια, και την είδαμε να εκτελείται με ακρίβεια όταν η Γεωργία στη Θεσσαλονίκη κατήγγειλε τους βιαστές της, που για κακή της τύχη είναι γόνοι αστικής οικογένειας και ο μηχανισμός συγκάλυψης κινήθηκε γρήγορα. Μόνο συμπέρασμα λοιπόν    είναι ότι η αστική δικαιοσύνη, το κράτος και οι μηχανισμοί του δεν είναι σε κανένα στάδιο μιας καταγγελίας δίπλα στα θύματα. Μόνες μας η μία μαζί με την άλλη πρέπει σε κάθε βήμα να παλέψουμε για τα αυτονόητα, για την αξιοπρέπεια, για την ίδια μας τη ζωή.

 

Για το κράτος αρκεί μερικοί από τους θύτες να την πληρώσουν με κάποια χρόνια φυλακή, κάποιοι να την βγάλουν καθαρή, κάποιοι να πάρουν τα κατάλληλα “μέτρα” ώστε

 

να εξασφαλίσουν ότι το όνομα τους δεν θα ακουστεί ποτέ και οι περισσότεροι να συνεχίσουν να βιάζουν ξέροντας και με τη βούλα ότι κανείς δεν τους ακουμπάει. Πώς να σε ακουμπήσουν άλλωστε όταν έχεις τις πλάτες ενός κράτους που μεθοδικά και απροκάλυπτα συγκαλύπτει και ξεπλένει παιδοβιαστές, χωμένο βαθιά μέσα στη βρώμα των κυκλωμάτων που παρέχουν προστασία σε οίκους ανοχής (βλέπε αλληλεπικαλύψεις με τη δίκη της Greek Police Mafia), αλλά και όταν ο προαγωγός και βιαστής αστυνομικός Μπουγιούκος από την υπόθεση της Ηλιούπολης κυκλοφορεί ελεύθερος, παρότι κρίθηκε ένοχος ενώ συνεχίζει να απειλεί δημόσια τις καταγγέλουσες. Δεν μιλάμε για εξαιρέσεις, ούτε για για μεμονωμένες περιπτώσεις. Είναι η βαθιά πατριαρχική, σάπια και εκμεταλλευτική φύση του κράτους. Και το μήνυμα που στέλνει είναι ξεκάθαρο: μην μιλήσετε, γιατί θα βρείτε τον  μπελά σας.

 

Δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη σε ένα σύστημα που αναπαράγει και θρέφει την καταπίεσή μας, που δαιμονοποιεί τη σεξουαλικότητα μάς και τις επιλογές μας σχετικά με τη μητρότητα, που μάς βιάζει εντός των αστυνομικών τμημάτων, που αφήνει το έδαφος για τις επιθέσεις εναντίων μας και δίνει συμβουλές σε επίδοξους γυναικοκτόνους για να πέσουν στα μαλακά. Βιασμός  της 12χρονής στον Κολωνό από τον Ηλία Μίχο και εκπόρνευση της σε τουλάχιστον 213 άνδρες, βιασμός 19χρονής μέσα στο ΑΤ Ομονοίας από 2 μπάτσους, κατ’ εξακολούθηση βιασμοί και κακοποιήσεις παιδιών στη «Κιβωτό του Κόσμου», υλικό εκδικητικής πορνογραφίας που διακινείται με αποτέλεσμα τον διαρκή βιασμό των θυμάτων ,μετανάστριες που καταγγέλουν σεξουαλικές παρενοχλήσεις από μπάτσους (ΠΡΟ.ΚΕ. ΚΑ στην Πέτρου Ράλλη) , νομοσχέδια που ψηφίζονται ενάντια στις αμβλώσεις, χιλιάδες έγκλειστες μετανάστριες  που κρατιούνται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και η λίστα δεν τελειώνει.

 

Ένα σύστημα που θρέφει και θρέφεται από την πατριαρχία. Ο αγώνας μας δεν αρχίζει ούτε και σταματά όταν παίρνει τη δικαστική οδό, σε ένα σύστημα που αφήνει ελεύθερους θύτες, βιαστές και κακοποιητές. Το μόνο δίχτυ προστασίας που μπορούμε να εμπιστευτούμε είναι η αλληλεγγύη από τα κάτω, οι δεσμοί των καταπιεσμένων γυναικών μεταξύ τους. Μια αλληλεγγύη έμπρακτη όπως στην περίπτωση της 12χρονης από συνελεύσεις γειτονιάς που αντανακλαστικά συγκροτήθηκαν και μαζί με φεμινιστικές συλλογικότητες στήριξαν έμπρακτα και με κάθε μέσο το ανήλικο κορίτσι και την οικογένεια της, εκεί που το κράτος “προσέφερε” 2 πακέτα ρύζι, 2 πακέτα φακές, 3 κουτάκια γάλα και 1,5 λίτρο λάδι τον μήνα, μαζί με μια εβδομαδιαία επίσκεψη σε παιδοψυχίατρο 60χλμ μακριά. Μόνος δρόμος οι κοινοί μας αγώνες μας για τη γυναικεία χειραφέτηση. Για ένα κόσμο ισότητας, ελευθερίας και αλληλεγγύης.

 

 ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΗΝ 12ΧΡΟΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ

  ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΟΥΜΕ ΤΟ TRAFFICKING, ΤΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ ΒΙΑΣΤΩΝ-ΠΑΙΔΟΒΙΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΟΥ ΤΑ ΓΕΝΝΑ, ΤΑ ΘΡΕΦΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΕΙ

 ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΑΝΡΘΩΠΟ ΝΑ ΣΤΑΘΟΥΜΕ Η ΜΙΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

 

ΚΑΛΕΣΜΑ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΗΣ 25ΗΣ ΝΟΕΜΒΡΗ ΣΕ ΑΘΗΝΑ, ΠΑΤΡΑ, ΞΑΝΘΗ ΚΑΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ

Κάλεσμα στις διαδηλώσεις της 25ης Νοέμβρη σε Αθήνα, Πάτρα, Ξάνθη και Αλεξανδρούπολη

25η Νοέμβρη και κάθε μέρα, ημέρα αγώνα ενάντια στην έμφυλη βία και το trafficking, ενάντια στην πατριαρχία και το σύστημα που την θρέφει, ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο

Στα κυκλώματα trafficking, μαφίες, μαστροποί…
Βιαστές, γυναικοκτόνοι, κοινωνικοί κανίβαλοι…
ΕΛ.ΑΣ. βασανιστών, ρουφιάνων, βιαστών, δολοφόνων…
Κρατική συγκάλυψη, ξέπλυμα από τις δικαστικές αρχές και τα αστικά ΜΜΕ…
Μισθολογική ανισότητα, παρενοχλήσεις στους χώρους δουλειάς, ανεργία, ακρίβεια…
Απολύσεις εγκύων, μηδαμινές άδειες ανατροφής, ελλιπής ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εγκλεισμός στο σπίτι, ενδοοικογενειακή βία…
Επιχείρηση απαγόρευσης των αμβλώσεων, επίθεση στα σώματα των γυναικών…
Πόλεμος, μετανάστευση, φτώχεια, προσφυγιά…
Εγκλεισμός σε απάνθρωπες συνθήκες κράτησης…
…και η λίστα δεν τελειώνει…

Βαδίζουμε με το νου μας στις γυναίκες που γίνονται η ρίζα και η μάνα της Αντίστασης και της Ζωής στην μαρτυρική Γη της Παλαιστίνης.

Βάζουμε τέλος στη βαρβαρότητα του συστήματος που γεννά, θρέφει και αναπαράγει την πατριαρχική βία, τον κοινωνικό κανιβαλισμό, τις κοινωνικές και ταξικές ανισότητες.

Υψώνουμε τις γροθιές μας ψηλά, αντιστεκόμενες στο τέρας της πατριαρχίας, του κράτους, του καπιταλισμού.

Στεκόμαστε στο πλευρό της 12χρονης από τον Κολωνό που έπεσε θύμα trafficking και που μέχρι και σήμερα επιχειρείται η τρομοκράτηση και η φίμωση της.

Δίνουμε ραντεβού στην επερχόμενη δίκη της υπόθεσής της.

Κατεβαίνουμε όλες και όλοι στους δρόμους για το γκρέμισμα του σάπιου κόσμου της εξουσίας…

…για την οικοδόμηση του κόσμου της χειραφέτησης, της ισότητας και της ελευθερίας για όλους.

Συντρόφισσες από: Δυσήνιο Ίππο (Πάτρα), Ταξική Αντεπίθεση (Αθήνα), Πέλοτο (Ξάνθη), Συνέλευση Κατάληψης Παλιού Νεκροτομείου (Αλεξανδρούπολη)

ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΗ ΦΡΙΚΗ ΤΗΣ 21ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ΤΟΥ ’18 ΣΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ

Κείμενο που μοιράστηκε στην συγκέντρωση για τα πέντε χρόνια από τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου/Zackie oh. Μπορείς να το κατεβάσεις σε μορφή pdf από εδώ.

Πέντε χρόνια μετά δεν ξεχνάμε τη φρίκη της 21ης Σεπτέμβρη στην Ομόνοια

Πέντε χρόνια μετά το μεσημέρι της 21ης Σεπτέμβρη του ’18 όταν ο 33χρονος Ζακ Κωστόπουλος βρίσκεται εγκλωβισμένος κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και σε εμφανή κατάσταση αδυναμίας και πανικού μέσα σε κοσμηματοπωλείο στην Ομόνοια. Στην απέλπιδα προσπάθεια του να απεγκλωβιστεί και να βγει έξω μέσω της τζαμαρίας, δέχεται απανωτά χτυπήματα και στην ουσία λιντσάρεται σε κοινή θέα από τον ιδιοκτήτη Δημόπουλο και ένα τουλάχιστον ακόμη άτομο, ιδιοκτήτη παρακείμενου καταστήματος και φασίστα, μέλος της ακροδεξιάς οργάνωσης «Πατριωτικό Μέτωπο», Χορταριά. Αφού ο πρώτος γύρος του προπηλακισμού του διακόπτεται μετά από την παρέμβαση περαστικών και ο Ζακ προσπαθεί αιμόφυρτος από τα γυαλιά και τα χτυπήματα να σηκωθεί και να απομακρυνθεί, δέχεται δεύτερο γύρο χτυπημάτων με κλοτσιές και γκλοπιές από τα ένστολα καθάρματα της ΔΙΑΣ, προκειμένου να του φορέσουν χειροπέδες. Αποτέλεσμα όλων αυτών, ο Ζακ να υποκύψει στα τραύματα του και να μεταφερθεί νεκρός πλέον στο νοσοκομείο.

Σήμερα, όλοι οι αστυνομικοί που συμμετείχαν στην δολοφονία έχουν αθωωθεί σε ένα κατηγορητήριο για θανατηφόρα σωματική βλάβη και όχι για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως.

Ο Ζακ, η Zackie δολοφονήθηκε για τις πολλαπλές ταυτότητες που έφερε, όντας ενεργό μέλος και ακτιβιστής της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και του αγώνα κατά του στιγματισμού των οροθετικών ατόμων και εκφραζόταν πολιτικά ενάντια, τόσο στην καταπίεση της πατριαρχίας και της ομοφοβίας, όσο και στην γάγγραινα του ρατσισμού και του φασισμού. Στο πρόσωπο της συνυπάρχουν όλα όσα δεν υπακούν στην κυρίαρχη κανονικότητα. Παρ’ όλη αυτή την προσπάθεια η δολοφονία να περάσει στα ψιλά, όπως τόσες άλλες περιπτώσεις ανθρώπων, που δεν χωράνε στα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό λόγω του βίντεο, που υπήρχε ως πειστήριο, αλλά κυρίως λόγω της δημόσιας ταυτότητας του Ζακ Κωστόπουλου.

«Όταν ο παλιός κόσμος σαπίζει και ο νέος ακόμα πασχίζει να γεννηθεί, τότε είναι η εποχή των τεράτων.»

Ο καπιταλισμός βρίσκεται σε σήψη. Ο θάνατος που σπέρνουν οι κρατικές πολιτικές, η γενικευμένη ανασφάλεια, ο φόβος, τα απανωτά σοκ, η βίαιη φτωχοποίηση έφεραν στην επιφάνεια τα πιο κτηνώδη ένστικτα ενός αντιδραστικού και μικροαστικού κομματιού της κοινωνίας, που είδε την γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του και προσπάθησε με όλα τα μέσα να διατηρήσει την κοινωνική και ταξική του θέση. Έτσι με την παράλληλη άνοδο των ιδεολογημάτων του εθνικισμού, του ρατσισμού και της ομοφοβίας, απαξιωθήκαν οι κοινωνικές αξίες της αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας και αναδείχθηκαν αυτές της ιδιώτευσης, του κοινωνικού δαρβινισμού, του φόβου και του μίσους για τον αδύναμο και τον διαφορετικό, της αναγωγή της ιδιοκτησίας σε υπέρτατο αγαθό, της υιοθέτησης της κρατικής βαρβαρότητας και της αποδοχής του φασισμού σε ρυθμιστή της κοινωνικής ζωής.

Η εσωτερίκευση και κανονικοποίηση αυτού του σάπιου αξιακού συστήματος άφησε το χώρο για την ωμή δολοφονία του Αντώνη στο λιμάνι του Πειραιά, όπου σπρώχτηκε και αφέθηκε να πνιγεί σε κοινή θέα, μπροστά σε σαστισμένα βλέμματα και ανοιχτές κάμερες, όπως και η Ζάκι. Πέντε χρόνια αργότερα από μια δολοφονία που προσπάθησαν να ξεπλύνουν ενεργοποιώντας βαθιά ριζωμένα τοξικοφοβικά αντανακλαστικά, το ελληνικό κράτος δολοφονεί τον Κώστα Μανιουδάκη, με τους μπάτσους Χανίων να τον σκοτώνουν στο ξύλο. Ο βιασμός στο Α.Τ. Ομόνοιας, η πιο πρόσφατη γυναικοκτονία στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης από τον μπάτσο πρώην σύζυγο της που ήρθε να προστεθεί στις δεκάδες άλλες που έχουν προηγηθεί. Τα φασιστικά πογκρόμ στον Έβρο όσο οι πυρκαγιές μαίνονταν, οι τουλάχιστον 20 μετανάστες που βρέθηκαν απανθρακωμένοι στο δάσος της Δαδιάς και η δολοφονία του πακιστανού εργάτη Σιράζ Σαφτάρ στον Περισσό, είναι μόνο κάποια από τα στιγμιότυπα της τελευταίας περιόδου που αποτυπώνουν την εδραίωση της πατριαρχικής και ρατσιστικής βίας που τείνει να γίνει κανονικότητα μέσα σε ένα πλαίσιο γενικευμένου κοινωνικού κανιβαλισμού.

Απέναντι σε αυτήν την ζοφερή πτυχή της πραγματικότητας είναι ζωτικής σημασίας να αντιτάξουμε την δική μας εναλλακτική. Να μην επιτρέψουμε την απογοήτευση, τον φόβο και την απάθεια να μας κυριεύσει. Να προτάξουμε την συλλογικοποίηση και την αλληλεγγύη απέναντι στην πατριαρχία και τον κανιβαλισμό. Να απαντήσουμε με κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες ενάντια στην υποτίμηση και τον κατακερματισμό των ζωών μας απέναντι στο κράτος και τα τσιράκια του, τους φασίστες και τα αφεντικά.

Το αίμα δεν είναι νερό – Η μνήμη δεν είναι σκουπίδι
Δε θα επιτρέψουμε την αποκτήνωση μας!

Αγώνας για ένα κόσμο χωρίς διακρίσεις με βάση το φύλο, τη φυλή, τη σεξουαλικότητα.

Καμία εκεχειρία – καμία ανακωχή
με το κεφάλαιο, το κράτος και τους κανιβάλους τους.

ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΖΑΚ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ/ZACKIE-OH

ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΖΑΚ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ/ZACKIE-OH!
ΔΕΝ ΞΕΧΝΑΜΕ-ΔΕ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ

Καμία εκεχειρία – Καμία ανακωχή
με το κεφάλαιο, το κράτος και τους κανιβάλους του.

Συγκέντρωση Πέμπτη 21/09/23 | 19:00 στην Πλατεία Αντίκα

 

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΧΕΤΑΙ Η ΔΩΔΕΚΑΧΡΟΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ

Ανακοίνωση για τις επιθέσεις που δέχεται η 12χρονη από τον Κολωνό. Μπορείς να κατεβάσεις την ανακοίνωση σε μορφή pdf από εδώ.

 

 

Άλλη μία εκφοβιστική επίθεση δέχτηκε την περασμένη Τρίτη η 12χρονη επιζώσα παιδοβιασμού και sex trafficking από τον Κολωνό, μέσα στο ίδιο της το σπίτι της. Άλλη μία   μεθοδευμένη επίθεση, αυτή τη φορά με μαχαίρι, που στόχο είχε να της κλείσει το στόμα, προκειμένου να μην αποκαλύψει περισσότερα ονόματα παιδοβιαστών ή να μην τα επαναλάβει. Άλλωστε λίγες μέρες πριν είχε δημοσιευτεί πως θα κατέθετε για άλλα εφτά πρόσωπα. Αποτέλεσμα αυτής της δολοφονικής επίθεσης ήταν να τραυματιστεί στο χέρι, προτού καταφέρει να ξεφύγει.

Το έδαφος για τις επιθέσεις είναι στρωμένο εδώ και καιρό από την υφυπουργό εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου που έδωσε στη δημοσιότητα τα στοιχεία κατοικίας της 12χρονης, αφήνοντάς την ευάλωτη στα κανιβαλιστικά μέσα ενημέρωσης, τους τραμπουκισμούς των θυτών-παιδοβιαστών και τις μαφιόζικες τακτικές εκφοβισμού ενός κυκλώματος trafficking. Ενδεικτική είναι και η «προστασία» που της προσέφερε το κράτος αφού όπως ανέφερε και ο υπουργούς προστασίας του πολίτη Τάκης Θεοδωρικάκος, η αστυνομία προσέχει την ασφάλεια του παιδιού “διακριτικά” και “στο βαθμό που την αφορά”. Την ίδια στιγμή οι καταγγελίες της οικογένειας για τις επιθέσεις που δέχτηκαν γύρω και μέσα στο σπίτι που διαμένουν “διερευνήθηκαν από την ΕΛ.ΑΣ. και δεν επιβεβαιώθηκαν”. Η προστασία λοιπόν που θέλησαν να προσφέρουν ήταν τόσο διακριτική που άφησε ένα κορίτσι 12 χρονών (!) πλήρως εκτεθειμένο απέναντι στις επιθέσεις των κυκλωμάτων trafficking που κατήγγειλε και χαρακτηρίζοντας τις υπόλοιπες επιθέσεις που δέχτηκε ως «μη επιβεβαιωμένες». Εμείς όμως ξέρουμε πως ενώ κράτος και ΕΛΑΣ κάνουν τα στραβά μάτια οι επιθέσεις αυτές έχουν αφήσει σωματικό και ψυχικό αποτύπωμα τόσο στο ίδιο το 12χρονο κορίτσι όσο και στην οικογένειά της.

Αυτή είναι η στήριξη του κράτους και των θεσμών του στα θύματα έμφυλης βίας και sex traffickng. Όταν ο βιαστής είναι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι και βρούμε το κουράγιο να τον καταγγείλουμε, οι μπάτσοι στο τμήμα θα αδιαφορήσουν και θα μας χλευάσουν ενώ η αστική δικαιοσύνη θα τους ρίξει στα μαλακά. Έτσι και για τη 12χρονη από τον Κολωνό, αλλά και την 19χρονη και την 27χρονη στην Ηλιούπολη που κατήγγειλαν τους βιαστές και σωματεμπόρους τους. Οι ίδιες βρήκαν τη δύναμη και τα έβαλαν με επικίνδυνα κυκλώματα sex trafficking, όπου δρουν κάθε λογής ισχυρά πρόσωπα και υψηλά ιστάμενοι της ΕΛΑΣ ενώ το κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί ούτε την ασφάλεια, ούτε τη δικαίωσή τους. Μπορεί μάλιστα να τις βγάλει και στη σέντρα και να τις εκθέσει, όπως έγινε και με το πολλαπλά ευάλωτο ανήλικο κορίτσι που βίασαν και κακοποίησαν δεκάδες καθίκια.

Και στις δύο περιπτώσεις οι περισσότεροι από τους μαστροπούς και (παιδό)βιαστές έχουν αφεθεί ελεύθεροι, ενώ αντίθετα έμμεσα, και καθόλου τυχαία, τιμωρούνται τα θύματα που τους κατήγγειλαν. Είτε με όσα περιγράψαμε πιο πάνω για την έκθεση της 12χρονης, είτε με την εκδικητική φυλάκιση της μητέρας της, είτε με τη διαπόμπευση στο δικαστήριο στην υπόθεση της Ηλιούπολης. Η συνταγή ξεπλύματος του θύτη και έκθεσης της επιζώσας είναι ίδια, και την είδαμε να εκτελείται με ακρίβεια όταν η Γεωργία στη Θεσσαλονίκη κατήγγειλε τους βιαστές της, που για κακή της τύχη είναι γόνοι αστικής οικογένειας και ο μηχανισμός συγκάλυψης κινήθηκε γρήγορα. Μόνο συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η αστική δικαιοσύνη, το κράτος και οι μηχανισμοί του δεν είναι σε κανένα στάδιο μιας καταγγελίας δίπλα στα θύματα. Μόνες μας η μία μαζί με την άλλη πρέπει σε κάθε βήμα να παλέψουμε για τα αυτονόητα, για την αξιοπρέπεια, για την ίδια μας τη ζωή.

Για το κράτος αρκεί μερικοί από τους θύτες να την πληρώσουν με κάποια χρόνια φυλακή, κάποιοι να την βγάλουν καθαρή, κάποιοι να πάρουν τα κατάλληλα “μέτρα” ώστε να εξασφαλίσουν ότι το όνομα τους δεν θα ακουστεί ποτέ και οι περισσότεροι να συνεχίσουν να βιάζουν ξέροντας και με τη βούλα ότι κανείς δεν τους ακουμπάει. Πώς να σε ακουμπήσουν άλλωστε όταν έχεις τις πλάτες ενός κράτους που μεθοδικά και απροκάλυπτα συγκαλύπτει και ξεπλένει παιδοβιαστές, χωμένο βαθιά μέσα στη βρώμα των κυκλωμάτων που παρέχουν προστασία σε οίκους ανοχής (βλέπε αλληλεπικαλύψεις με τη δίκη της Greek Police Mafia), αλλά και όταν ο προαγωγός και βιαστής αστυνομικός Μπουγιούκος από την υπόθεση της Ηλιούπολης κυκλοφορεί ελεύθερος, παρότι κρίθηκε ένοχος, και απειλεί δημόσια τις επιζώσες. Δεν μιλάμε για εξαιρέσεις, ούτε για για μεμονωμένες περιπτώσεις. Είναι η βαθιά πατριαρχική, σάπια και εκμεταλλευτική φύση του κράτους. Και το μήνυμα που στέλνει είναι ξεκάθαρο: μην μιλήσετε, γιατί θα βρείτε τον μπελά σας.

Δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη σε ένα σύστημα που μας γαλουχεί με την υποτίμηση της γυναίκας και την υπόταξη της σεξουαλικότητας, αλλά και της ίδιας της γυναικείας ύπαρξης στον άντρα, στο έθνος και σε κάθε εξουσιαστή. Σε ένα σύστημα που αναπαράγει και θρέφει την καταπίεσή μας, που δαιμονοποιεί τη σεξουαλικότητα μάς και τις επιλογές μας σχετικά με τη μητρότητα, που μάς βιάζει εντός των αστυνομικών τμημάτων, που αφήνει το έδαφος για τις επιθέσεις εναντίων μας και δίνει συμβουλές σε επίδοξους γυναικοκτόνους για να πέσουν στα μαλακά. Ένα σύστημα που θρέφει και θρέφεται από την πατριαρχία. Ο αγώνας μας δεν αρχίζει ούτε και σταματά όταν παίρνει τη δικαστική οδό, σε ένα σύστημα που αφήνει ελεύθερους θύτες, βιαστές και κακοποιητές. Το μόνο δίχτυ προστασίας που μπορούμε να εμπιστευτούμε είναι η αλληλεγγύη από τα κάτω, οι δεσμοί των καταπιεσμένων γυναικών μεταξύ τους. Μια αλληλεγγύη έμπρακτη όπως στην περίπτωση της 12χρονης από συνελεύσεις γειτονιάς που αντανακλαστικά συγκροτήθηκαν και μαζί με φεμινιστικές συλλογικότητες στήριξαν έμπρακτα και με κάθε μέσο το ανήλικο κορίτσι και την οικογένεια της, εκεί που το κράτος προσέφερε2 πακέτα ρύζι, 2 πακέτα φακές, 3 κουτάκια γάλα και 1,5 λίτρο λάδι τον μήνα, μαζί με μια εβδομαδιαία επίσκεψη σε παιδοψυχίατρο 60χλμ μακριά. Μόνος δρόμος οι κοινοί μας αγώνες μας για τη γυναικεία χειραφέτηση. Για ένα κόσμο ισότητας, ελευθερίας και αλληλεγγύης.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΗΝ 12ΧΡΟΝΗ ΕΠΙΖΩΣΑ

ΚΑΜΙΑ ΜΟΝΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΚΥΚΛΩΜΑΤΑ TRAFFICKING ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑΣ

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΚΑΝΙΒΑΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΑΝΡΘΩΠΟ

ΝΑ ΣΤΑΘΟΥΜΕ Η ΜΙΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΜΑΣ, ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΦΥΛΗ ΒΙΑ

Το παρόν κείμενο είναι αποτέλεσμα μίας σειράς εσωτερικών διαδικασιών της συνέλευσής μας, που αφετηρία τους ήταν η γνωστοποίηση παραβιαστικών συμπεριφορών μέλους μας, καθώς και μία τοποθέτηση για την έμφυλη βία. Μπορείς να το κατεβάσεις σε μορφή pdf από εδώ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ ΜΕΛΟΥΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ ΜΑΣ, ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΦΥΛΗ ΒΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το παρόν κείμενο αποτελεί το αποτέλεσμα μίας σειράς εσωτερικών διαδικασιών της συνέλευσής μας, που αφετηρία τους ήταν η γνωστοποίηση παραβιαστικών συμπεριφορών μέλους μας σε τρεις διαφορετικές γυναίκες κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους. Πρώτα και κύρια, αποτελεί μια απαραίτητη αν και αργοπορημένη «δημόσια» απολογία, τόσο για την ίδια την παραβίαση όσο και για τη μετέπειτα συλλογική μας διαχείριση, προς τις γυναίκες που τη δέχτηκαν. Και δευτερευόντως, αποτελεί τη γραπτή αποτύπωση της συλλογικής μας προσπάθειας να αποδομήσουμε την παραβιαστική συμπεριφορά του μέλους της συνέλευσή μας, όσο και να απολογήσουμε τη δική μας διαχείριση από τη στιγμή που μάς έγιναν γνωστά τα περιστατικά σε ατομικό επίπεδο, μέχρι να ανοίξει με συλλογικούς όρους στη συνέλευση του Πέλοτο.

Από τη στιγμή που γνωστοποιήθηκαν στο συλλογικό σώμα οι παραβιαστικές συμπεριφορές του μέλους μας, αποφασίσαμε να θέσουμε τη συλλογικότητα σε αναστολή λειτουργίας για όσο χρόνο χρειαστούμε για να διαχειριστούμε το ζήτημα. Εδώ να σημειώσουμε πως προηγήθηκαν ορισμένες διαδικασίες της γυναικείας ομάδας του Πέλοτο, προτού το ζήτημα συζητηθεί σε ολομελειακή συνέλευση, ώστε να μην διαμεσολαβηθεί ο λόγος μας από αντρικές φωνές. Ενώ, λοιπόν, το κείμενο αυτό αποτελεί προϊόν συλλογικών διαδικασιών, έχει γραφτεί για τους ίδιους λόγους από τη γυναικεία ομάδα.

Από τον ορισμό της παραβίασης και τον σεβασμό στα προσωπικά όρια, στα ζητήματα και τα ερωτήματα– προβληματικές που ανακύπτουν όταν καλούμαστε να διαχειριστούμε αντίστοιχα περιστατικά (είτε είναι στους κόλπους μας, είτε όχι), μέχρι την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου θύτη μέλους της συνέλευσης, η συζήτηση άγγιξε ένα μεγάλο φάσμα των καθημερινών εκφάνσεων της πατριαρχίας. Με δεδομένο, λοιπόν, το εύρος των θεμάτων πάνω στα οποία προβληματιστήκαμε, το κείμενο αυτό δεν έχει μια ενιαία μορφή, αλλά δομήθηκε γύρω από κάποιους κύριους άξονες ακολουθώντας την πορεία των διαδικασιών μας.

Ελπίζουμε, ακόμα και μέσα από τα λάθη μας, επιλέγοντας, έστω και καθυστερημένα, τον δρόμο της ειλικρίνειας και της διαφάνειας, να προσθέσουμε ένα ακόμα λιθαράκι στον αγώνα για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας και να βοηθήσουμε ώστε οι χώροι μας (οι πολιτικές μας διαδικασίες, οι δράσεις μας και οι δομές του ανταγωνιστικού κινήματος) να είναι χώροι ασφάλειας και άνεσης.

ΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟ ΧΡΟΝΙΚΟ

Το ζήτημα αφορά τρία περιστατικά σεξουαλικοποιημένης έμφυλης βίας, δηλαδή παραβίασης των (σωματικών) ορίων και επιθυμιών τριών διαφορετικών γυναικών κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου από μέλος της συνέλευσής μας. Η κοινοποίηση των παραβιάσεων έγινε πρώτα στον θύτη από τις ίδιες, ατομικά και σε ιδιωτικό χρόνο και χώρο η κάθε μία, θέτοντάς του κάποιους ελάχιστους όρους ασφάλειας και με την προτροπή να θέσει το ζήτημα συλλογικά ο ίδιος εφόσον πρόκειται για πολιτικά οργανωμένο υποκείμενο. Παρόλα αυτά, η γνωστοποίηση των περιστατικών δεν έλαβε χώρα την ίδια χρονική στιγμή για όλα τα μέλη της συνέλευσης, ούτε και έγινε πλήρης αναφορά στην ολότητα των περιστατικών ακόμα και στα άτομα που γνώριζαν ένα τουλάχιστον εκ των τριών περιστατικών. Η ενημέρωση έγινε είτε από τις ίδιες τις γυναίκες που δέχτηκαν την έμφυλη βία απευθείας σε κάποια άτομα της συνέλευσης λόγω διαπροσωπικών σχέσεων, είτε από τον ίδιο τον θύτη μεμονωμένα και επιλεκτικά σε κάποια από τα υπόλοιπα άτομα, αποκρύπτοντας μέρος των γεγονότων ή και ολόκληρων περιστατικών. Υπήρχαν και μέλη που δεν γνώριζαν τίποτα μέχρι το ζήτημα να τεθεί επίσημα σε διαδικασία όχι από τον ίδιο τον παραβιαστή, αλλά από μέλη της συνέλευσης που γνώριζαν και τις τρεις περιπτώσεις.

ΟΡΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ

Εξαρχής είδαμε την ανάγκη να ορίσουμε την παραβίαση, ακόμα και αν «θεωρείται κοινός τόπος», ώστε να υπενθυμίσουμε από τη μία τα αυτονόητα, αλλά και για να διακρίνουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης. Ως παραβιαστική αντιλαμβανόμαστε κάθε συμπεριφορά που ξεπερνά και παραβιάζει τα προσωπικά όρια ενός ατόμου, χωρίς να απαιτείται κάποια περαιτέρω απόδειξη. Τα όρια ενός ατόμου αντιλαμβανόμαστε πως είναι πλήρως εξατομικευμένα, άρα δεν είναι καθολικά για όλες/ους και δεν μπορούμε να θεωρούμε τίποτα δεδομένο. Είναι επίσης ρευστά, δηλαδή μπορεί να αλλάζουν στο χρόνο, να μεταβάλλονται ανάλογα με το άτομο που τα προσεγγίζει και να ξανατίθενται από την αρχή. Τέλος, δηλώνονται και χαράσσονται με διάφορους τρόπους λεκτικής ή μη επικοινωνίας (τόνος φωνής, χειρονομίες, στάση του σώματος, έκφραση του προσώπου κ.α.).

Τα όριά μας, ειδικά των θηλυκοτήτων, παραβιάζονται διαρκώς, και μάλιστα από πολύ νωρίς στη ζωή μας. Από τη μία η αντικειμενοποίηση των σωμάτων μας σε μια πατριαρχικά δομημένη κοινωνία στρώνει το έδαφος για το μεγάλο φάσμα των παραβιαστικών συμπεριφορών, και από την άλλη η ίδια η δική μας γαλούχηση κανονικοποιεί κάποιες από αυτές, ξεχειλώνοντας τα όριά μας. Οι ρίζες βρίσκονται στους πολύ συγκεκριμένους ρόλους που αποδίδει και επιβάλλει η πατριαρχία με βάση το κοινωνικά κατασκευασμένο δίπολο «άντρας – γυναίκα», και στην de facto θέση ισχύος που εξασφαλίζει για τον άντρα.

Ο ρόλος της γυναίκας κυμαίνεται από μηχανή αναπαραγωγής μέχρι σεξουαλικό αντικείμενο ικανοποίησης των ανδρικών ορέξεων, είτε οπτικά είτε σωματικά. Η διεκδίκηση του γυναικείου σώματος με πίεση, επιμονή και ενίοτε εξαναγκασμό συνιστά την εκπλήρωση του ανδρικού ρόλου. Σε αυτό το πλαίσιο, το επίμονο και επιθετικό φλερτ κανονικοποιείται από το σύνολο της κοινωνίας, χωρίς να έχουμε καταφέρει ακόμα να ξεμπερδέψουμε από τέτοιες αντιλήψεις, ούτε στους δικούς μας χώρους. Η συναίνεση καταλήγει να είναι παράγοντας που δεν συνυπολογίζεται στις σεξουαλικές σχέσεις, ή τουλάχιστον δίνεται το περιθώριο μιας ευρείας γκρίζας ζώνης όπου τα όρια φλερτ και παραβίασης μοιάζουν θολά. Όχι επειδή δεν υπάρχει και δεν τίθεται ένα ξεκάθαρο όριο, αλλά ακριβώς επειδή έχουμε συνηθίσει και κανονικοποιήσει να βιώνουμε τη συνεχή παραβίαση των ορίων μας, στις δικιές μας σχέσεις, αλλά και σε κάθε σχέση γύρω μας, χωρίς να αποδίδεται ύστερα ο χαρακτηρισμός και η βαρύτητα της παραβίασης.

Όσο και να κατανοούμε τους τρόπους που η πατριαρχία καθορίζει το πώς σχετιζόμαστε μεταξύ μας, η απόλεση των πατριαρχικών μας καταλοίπων δεν παύει να είναι ένα διαρκές επίδικο. Αυτό αντικατοπτρίζεται και μέσα στους κόλπους του κινήματος, όπου ο αντιπατριαρχικός αγώνας έχει κερδίσει μεν κάποιον χώρο, αλλά ακόμα φαίνεται μεγάλη η απόσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Από τις άτυπες ιεραρχίες που μπορεί να συντηρούνται και τις υποβόσκουσες σεξιστικές αντιλήψεις, μέχρι τα περιστατικά παρενοχλήσεων, καθημερινά παλεύουμε να υπενθυμίζουμε τα αυτονόητα, ακόμα και στους συντρόφους μας.

Ένα περιστατικό παραβίασης, το οποίο γνωστοποιείται, θεωρούμε αυτομάτως ότι είναι ζήτημα κοινωνικό/πολιτικό παρά ατομικό/προσωπικό, καθώς έχει τις ρίζες του στην πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας. Έτσι και η διαχείρισή του οφείλει να είναι συλλογική και πολιτική. Εξετάζοντας την κάθε περίπτωση παραβιαστικής συμπεριφοράς, διακρίνουμε τα ιδιαίτερα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της καθεμιάς, δηλαδή παράγοντες όπως η επαναληψιμότητα, η επικινδυνότητα, οι επιθυμίες των ατόμων που υπέστησαν την παραβίαση, τα οποία και λαμβάνονται υπόψη στην πολιτική ανάλυση αλλά και στην λήψη της όποιας απόφασης. Η διαδικασία αυτή δε θίγει την υπόσταση και το βάρος της παραβίασης, αλλά στοχεύει στην εύρεση εργαλείων διαχείρισης των υποκειμένων που εμπλέκονται: Την εξασφάλιση ασφάλειας και φροντίδας όσων βιώσανε την παραβίαση, τη διαχείριση ή/και την επανένταξη του θύτη, και την πρόληψη και διαπαιδαγώγηση σχετικά με τέτοιες συμπεριφορές εντός του κοινωνικού συνόλου.

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΘΥΤΗ ΜΕΛΟΣ

Η κριτική που έγινε δεν περιορίζεται μόνο στις ίδιες τις παραβιαστικές πράξεις του αλλά και στη συλλογική αποτυχία της συνέλευσής μας ως προς τη διαμόρφωσή του και την απαλλαγή του από εξουσιαστικές σχέσεις. Επεκτείνεται και στο σύνολο της μετέπειτα στάσης και διαχείρισης που επέλεξε να ακολουθήσει. Αυτοί είναι οι δύο βασικοί άξονες που θα αναλυθούν παρακάτω. Παρά την αρχική πλήρη αποδοχή των πράξεων του, καθώς και τη φύση αυτών, φάνηκε σύντομα να μετατοπίζει την προσοχή του στο προσωπικό του συμφέρον υποτιμώντας έμμεσα με αυτήν του τη στάση τα περιστατικά. Συγκεκριμένα, φάνηκε να αναζητά τους τρόπους που θα εξασφαλιστεί μια γρήγορη και «αναίμακτη» λύση στο ζήτημα, με το λιγότερο δυνατό κόστος για τον ίδιο.

Χαρακτηριστική ήταν η αυτό-θυματοποίηση του και η διαρκής ενασχόλησή του με το ενδεχόμενο μιας καταγγελίας και με τις όποιες κοινωνικές συνέπειες αυτή συνεπάγεται. Στην προσπάθεια αυτή, αναζήτησε και επιδίωξε, μέσω πίεσης, τη «συμφιλίωση» με τις ίδιες τις γυναίκες στις οποίες είχε ασκήσει έμφυλη βία, αγνοώντας τους ελάχιστους όρους που είχαν θέσει αυτές μετά το άνοιγμα του ζητήματος και παραβιάζοντας για άλλη μια φορά τα όριά τους. Η παραβίαση αυτή δεν είχε τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά ούτε τα κίνητρα των αρχικών σεξουαλικοποιημένων παραβιάσεων, ήταν ενδεικτική όμως όσον αφορά τις προτεραιότητες που έθεσε σε σχέση με τη διαχείριση τους. Η ανάγκη να επισφραγίσει, μέσω των γυναικών, ότι το θέμα της παραβίασης είναι λήξαν μπήκε πάνω από την αίσθηση ασφάλειας και άνεσης που αυτές επιζητούσαν. Σε αυτό προστίθεται και η διαλείπουσα κοινωνική του παρουσία σε κοινωνικά και πολιτισμικά δρώμενα του χώρου.

Η συμπεριφορά αυτή καταδεικνύει για αρχή την αναισθησία απέναντι στην πολύ απλή και ανθρώπινη ανάγκη για την απαραίτητη χωρική και χρονική απόσταση μετά από ένα, όποιου βαθμού, παραβιαστικό γεγονός. Ταυτόχρονα, όμως, βλέπουμε για άλλη μια φορά την επιβολή των δικών του αναγκών, των ανδρικών αναγκών, πάνω σε αυτές των γυναικών. Κάτι που επεκτάθηκε συνολικά στον τρόπο που άνοιξε το θέμα στον περίγυρό του, θυματοποιώντας τον εαυτό του και βάζοντας στο επίκεντρο τις προσωπικές του ανησυχίες και το ανδρικό βίωμα, ακυρώνοντας ουσιαστικά το γυναικείο. Δεν απέτυχε, απλά, να σεβαστεί τα όρια και τις ανάγκες τους, αλλά έχτισε κοινωνικά ένα τέτοιο αφήγημα γύρω από τον εαυτό του που λίγο πολύ τους έριχνε την ευθύνη για τη δυσφορία της κοινωνικής του απομόνωσης. Μέσα σε αυτή την απόλυτη διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ζήτησε από τις ίδιες τις γυναίκες που υπέστησαν την παραβίαση να επωμιστούν την ευθύνη της έμφυλης διαπαιδαγώγησής του παραβιαστή τους. Πέρα από την πλήρη έλλειψη ενσυναίσθησης, βλέπουμε πώς θεωρείται δεδομένο πως όλη η συναισθηματική δουλειά και ο ψυχικός φόρτος μιας τέτοιας διαδικασίας δεν είναι συλλογική ευθύνη, αλλά θα πρέπει να επιμεριστεί και πάλι στις γυναίκες φροντίστριες, και μάλιστα στις ίδιες γυναίκες που είχε ασκήσει έμφυλη βία.

Στο μεγάλο διάστημα που ακολούθησε μετά την αρχική κοινοποίηση του θέματος από πλευράς των γυναικών, ο παραβιαστής επέλεξε να το ανοίξει σταδιακά σε ορισμένα μόνο άτομα, αποσιωπώντας μέρος των παραβιαστικών πράξεων και παρουσιάζοντας μόνο εκείνες τις όψεις των γεγονότων που τον βοηθούσαν στη δόμηση του δικού του αφηγήματος. Πέρα από έναν βαθμό μεθοδικότητας που αναδεικνύει κάτι τέτοιο, αποτελεί ουσιαστικά επιλογή του ατομικού δρόμου διαχείρισης έναντι, και σε βάρος, του συλλογικού. Ανέβαλε την στιγμή που θα του ασκούνταν η συλλογική κριτική της συνέλευσης και οι όποιες μετέπειτα αποφάσεις, επιβάλλοντας τελικά τις μεθόδους διαχείρισης που ο ίδιος έκρινε ότι άρμοζαν, με τις γνωστές συνέπειες στις γυναίκες των οποίων τα όρια παραβίασε. Μάλιστα, επιτέθηκε λεκτικά σε μέλος της συνέλευσης που πρώτο του άσκησε κριτική και τέθηκε ξεκάθαρα απέναντί του.

Στην ενότητα αυτή, οφείλει να προστεθεί και ο απολογισμός της στάσης του παραβιαστή κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε της κοινοποίησης των παραβιαστικών πράξεων στο σύνολο της συνέλευσης. Μετά το καθυστερημένο άνοιγμα του ζητήματος σε ολομελειακή συνέλευση , ξεκίνησαν οι διαδικασίες όπου προέκυψαν τα βασικά σημεία κριτικής που τονίστηκαν παραπάνω (αυτό- θυματοποίηση, επιβολή ανδρικών αναγκών, διάσωση υπόληψης, επιλογή ατομικού δρόμου σε βάρος του συλλογικού), καθώς και μια περίοδος άτυπης επιτήρησης του θύτη. Μετά την πρώτη αποτύπωση των θέσεων αυτών, ακολούθησε κοινή διαδικασία με τον θύτη. Σε αυτή την περίοδο παρατηρήθηκε και αξιολογήθηκε η στάση του και με βάση τα αναλυτικά εργαλεία των διαδικασιών προέκυψαν περαιτέρω συμπεράσματα, που έπαιξαν τελικά κομβικό ρόλο στην λήψη της απόφασης για τη διαχείριση του.

Ένα πρώτο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε είναι η εκ νέου παραβίαση των ορίων της μίας εκ των γυναικών που υπέστησαν την παραβίαση, με απόπειρα επαναπροσέγγισής της σε μία ακόμη προσπάθεια του να διαχειριστεί το ζήτημα ατομικά , παρά τους ξεκάθαρους όρους που είχαν τεθεί από την ίδια για μη επαφή οποιουδήποτε είδους και την έναρξη των συλλογικών διαδικασιών διαχείρισης των παραβιαστικών του πράξεων. Το γεγονός αυτό αξιολογείται με διαφορετική βαρύτητα σε ένα χρονικό διάστημα υποτιθέμενης αυτοκριτικής, ενδοσκόπησης και συλλογικής επιτήρησης, καθώς αποτελεί συνέχεια και συνειδητή επιλογή του ατομικού τρόπου διαχείρισης περιστατικών έμφυλης βίας επικυρώνοντας κατά κάποιο τρόπο την πρότερη παραβιαστική συμπεριφορά με το συμφέρον του άνδρα θύτη να επιβάλλεται πάνω από τις ανάγκες των γυναικών και την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας ως «κοινωνική παθογένεια». Επαναλαμβάνοντας την παραβίαση, απαξιώνει για άλλη μια φορά τις ίδιες τις γυναίκες, αλλά και το συλλογικό όργανο.

Πιο συγκεκριμένα, ως προς την στάση του θύτη απέναντι στη συνέλευση, παρατηρήθηκε ένα μοτίβο συμπεριφορών και επιλογών που υποβάθμισε/ έθεσε προς επανεξέταση την αρχική αποδοχή της παραβιαστικής φύσης των πράξεων του ως επιχείρημα υπέρ της επανένταξης του. Η ανεξάρτητη από τις συλλογικές διαδικασίες στάση του, η υπερίσχυση του ατομικού συμφέροντος έναντι του πολιτικού κριτηρίου και ο αργοπορημένος και ελλιπής προσωπικός απολογισμός έθιξε σε μοριακό επίπεδο την εμπιστοσύνη που αποτελεί απαραίτητο στοιχείο μεταξύ των μελών μιας πολιτικής οργάνωσης. Ακόμα κι αν αναγνωρίζουμε τα κατάλοιπα που έχουμε μέσα μας μεγαλωμένες/οι μέσα σε μία εξουσιαστικά δομημένη κοινωνία που βασίζεται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η συνειδητή επιλογή της πολιτικής στράτευσης σε μία οργάνωση που εμπνέεται από τα ιδανικά και τη μέθοδο οργάνωσης της αναρχικής/ελευθεριακής και κομμουνιστικής παράδοσης θέτει εξ αρχής τον εαυτό μας σε μια συνεχή και ειλικρινή προσπάθεια ρήξης του υπάρχοντος κανιβαλιστικού συστήματος. Η πίστη και εμπιστοσύνη στο συλλογικό, τις διαδικασίες και τους συνοδοιπόρους μας μάς προστατεύει σε αυτόν τον αγώνα και προοικονομεί μια κοινωνία ελεύθερη και ισότιμη, την κοινωνία που ονειρευόμαστε. Και σε αυτό το πλαίσιο, τίθεται μια ακόμη παράμετρος ανάμεσα στο να χαρακτηριστεί μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά ως εν γένει αντικοινωνική ή εν δυνάμει αναστρέψιμη: Η θέση της στο ανταγωνιστικό κίνημα στο τώρα.

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

Από πλευράς μας οφείλουμε να απολογίσουμε και να κάνουμε αυτοκριτική για την έως τώρα δική μας συλλογική διαχείριση τόσο των παραβιαστικών περιστατικών όσο και του μέλους μας, αλλά και την στάση μας απέναντι στις γυναίκες που υπέστησαν την παραβίαση. Από τη στιγμή που έγιναν γνωστά στην πλειοψηφία της συνέλευσης τα περιστατικά μέχρι να ανοίξουμε το ζήτημα συλλογικά και να ξεκινήσει μια μακρά διαδικασία εσωτερικών διαδικασιών, πέρασε ένα αρκετά μεγάλο διάστημα συλλογικής αδράνειας. Την συλλογική αδράνεια και τη λάθος διαχείριση από πλευράς της συνέλευσης απολογίζουμε στο σήμερα ως ένα από τα πιο βασικά λάθη και σημεία στα οποία αξίζει να σταθούμε, πέραν των παραβιαστικών συμπεριφορών αυτών καθ’ εαυτών.

Μέχρι να έρθει το ζήτημα στη συνέλευση του Πέλοτο, η διαχείριση περιορίστηκε σε ιδιωτικές συζητήσεις. Η διαδικασία της συνέλευσης παρακάμφθηκε και αντικαταστάθηκε από διαπροσωπικές κουβέντες με τον θύτη (και πολύ λιγότερο με τις γυναίκες). Τα μέλη της συνέλευσης απέτυχαν να διαχωρίσουν τις φιλικές από τις πολιτικές σχέσεις, όχι στα πλαίσια της συγκάλυψης του θύτη και της υποβάθμισης των γεγονότων, αλλά ως προς την άτυπη παρασκηνιακή διαχείριση που ακολουθήθηκε ώστε να βρεθούν λύσεις και να γίνει η παρέμβαση στον θύτη σε διαπροσωπικό επίπεδο. Υπερίσχυσαν οι παρεΐστικες κοινωνικές σχέσεις και επαφές έναντι των πολιτικά ορθών πρακτικών, μπερδεύτηκαν οι ρόλοι θύτη/συντρόφου/φίλου και δε λειτούργησαν τα σωστά αντανακλαστικά. Η παρέμβαση και η κριτική που ασκήθηκε στον θύτη ήταν ατομική, και όχι εξαρχής συλλογική, γεγονός που άφηνε έκθετα σε λάθη όλα τα εμπλεκόμενα υποκείμενα και τις επιλογές τους εφόσον δεν υπήρχε κάποιο συλλογικό όργανο να τους «ελέγξει» – συμμορφώσει.

Παράλληλα η αυτό-θυματοποίηση από πλευράς του θύτη, σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά του κοινωνικού περίγυρου και των μελών της συνέλευσης που γνώριζαν για τα περιστατικά, οδήγησε στο να επικεντρωθούμε στο πώς θα διαχειριστούμε αυτόν και όχι στο πώς θα κάνουμε τις γυναίκες που υπέστησαν την έμφυλη βία να νιώσουν άνεση και ασφάλεια στους χώρους μας. Η στάση μας αυτή ενθάρρυνε την επικράτηση του αντρικού αφηγήματος έναντι του γυναικείου βιώματος.

Έπειτα από την επαφή μας με τις γυναίκες και τα όσα οι ίδιες είχαν επιλέξει να επικοινωνήσουν στο θύτη σαν τρόπο διαχείρισης από πλευράς τους, τα μέλη της συνέλευσης ετεροκαθορίστηκαν από τη στάση τους και σχεδόν αποποιήθηκαν των ευθυνών και του ρόλου της συνέλευσης. Όσες/οι είχαμε γνώση των παραβιάσεων (ή μέρος αυτών) βασιστήκαμε πλήρως στο να ορίσουν οι ίδιες οι γυναίκες το χώρο και το χρόνο της συνύπαρξής τους με τον θύτη, καθώς και τις λοιπές τους απαιτήσεις όχι απλά με την έννοια του σεβασμού των ορίων τους, αλλά και με την έννοια της αποποίησης της ευθύνης να εξασφαλίσουμε την άνεση και την ασφάλεια τους.

Ο λανθασμένος τρόπος με τον οποίο μεταφράστηκε το feedback που κάποιοι/ες από εμάς είχαμε από τις γυναίκες που κακοποιήθηκαν, συνέβαλε στην αναβολή της συλλογικής αντιμετώπισης των παραβιαστικών συμπεριφορών. Οι τρεις γυναίκες δε θέλησαν να δημοσιοποιήσουν την κακοποιητική συμπεριφορά, να δώσουν κάποια παραπάνω έκταση ή να προβούν σε καταγγελία. Με βάση, λοιπόν, τα παραπάνω, έγινε λανθασμένα μια σχετική ποσοτικοποίηση της έντασης της παραβίασης. Θεωρήσαμε ότι δεν είχαμε την «αρμοδιότητα» να συζητήσουμε ή να γνωστοποιήσουμε παραπάνω τις παραβιαστικές συμπεριφορές φέρνοντας τις στη συνέλευση. Υπήρχε ο φόβος της έκθεσης των γυναικών που κακοποιήθηκαν, κάτι που φυσικά δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι η δική μας συλλογική αδράνεια δυσχέραινε ακόμα περισσότερο τις συνθήκες απομόνωσης και ανασφάλειας που ήδη βίωναν. Ιεραρχήσαμε και στη συνέχεια σχετικοποιήσαμε την ένταση των περιστατικών, ο καθένας και η καθεμία μας με βάση το προσωπικό του κριτήριο, και δεν λειτουργήσαμε άμεσα με συλλογικούς/ πολιτικούς όρους.

Απόρροια του παραπάνω είναι η απουσία έμπρακτης αλληλεγγύης στις γυναίκες ώστε να νιώθουν άνεση και ασφάλεια στους χώρους μας με αποτέλεσμα εν τέλει τον δικό τους αυτο-αποκλεισμό από τις δομές και τις δράσεις του κινήματος. Ο θύτης αν και αρχικά αυτό-περιορίστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, έπειτα κατ’ επανάληψη συνέχιζε να παραβιάζει τα όρια που του είχαν τεθεί από τις γυναίκες ως προς τον τρόπο, το χώρο και το χρόνο επικοινωνίας τους. Ελλείψει της συλλογικής διαχείρισης των παραβιαστικών συμπεριφορών από τη συνέλευση μας, η διαχείριση έπεσε πλήρως στις πλάτες των γυναικών που τις δέχτηκαν. Εκ των υστέρων αντιληφθήκαμε ότι απέχει πολύ η θεωρητική στήριξη και η αλληλεγγύη που διακηρύσσουμε ότι δείχνουμε στις γυναίκες που έχουν δεχτεί την έμφυλη βία, από την έμπρακτη και καθημερινή στήριξη που θα τις κάνει να νιώσουν πως έχουν πατήματα να εκφραστούν, να θέσουν τους περιορισμούς τους και να εμπιστευτούν τα συλλογικά όργανα.

Ενώ αντιλαμβανόμαστε και επαναλαμβάνουμε ότι τα παραβιαστικά/ κακοποιητικά περιστατικά επαναλαμβάνονται με τρομακτική συχνότητα εντός των κόλπων του ανταγωνιστικού κινήματος, αφοπλιζόμαστε ξανά και ξανά όταν κάτι τέτοιο έρχεται κοντά μας. Στις περιπτώσεις αυτές η πολεμική που αναπτύσσουμε άλλες φορές, αντικαθίσταται από αμηχανία, απογοήτευση και αδράνεια. Είναι φανερό ότι δεν έχουμε κατακτήσει ακόμα τα κατάλληλα εκείνα εργαλεία για να διαχειριζόμαστε τέτοια περιστατικά. Κάνουμε λάθη και είμαστε σε μια συνεχή αμφισβήτηση των υπαρχόντων εργαλείων και αντίστοιχα σε συνεχή αναζήτηση άλλων καταλληλότερων, πρώτα και κύρια απέναντι στις δέκτριες της κακοποίησης και δευτερευόντως απέναντι στους κακοποιητές. Η πολιτική/ θεωρητική ενασχόληση με την έμφυλη καταπίεση και η αναφορά σε έμφυλους ρόλους δεν αποτυπώνεται πάντα στην πράξη. Τα αντι-πατριαρχικά αντανακλαστικά είναι πιο ανώριμα σε σχέση με άλλα (π.χ. αντιφασιστικά, αντικαπιταλιστικά), γεγονός που υποδηλώνει την άρρητη ιεράρχηση των καταπιέσεων που διέπει το αναρχικό κίνημα στην Ελλάδα, ακόμα και αν σε θεωρητικό επίπεδο το αρνείται.

Κανείς και καμία δεν έχει αποτινάξει τα κατάλοιπα του να μεγαλώνεις σε μια πατριαρχικά δομημένη κοινωνία. Ακόμα και θηλυκότητες της συνέλευσης αναγνωρίζουμε ότι ενσωματώνουμε και αναπαράγουμε πολλές στερεοτυπικές αντιλήψεις και ότι τα εργαλεία και η θέση μας σε πολλά σημεία δεν είναι τόσο αιχμηρά. Αν και παρατηρούμε μια βελτίωση το τελευταίο διάστημα, συνολικά το ανταγωνιστικό κίνημα έχει πολύ δρόμο μπροστά του στην αποτίναξη των πατριαρχικών καταλοίπων. Κρίνουμε, όμως, ότι η έλλειψη θεωρίας δεν παίζει τον σημαντικότερο ρόλο. Η θεωρητική εμβάθυνση υπάρχει σε ένα βαθμό. Ταυτόχρονα πλέον υπάρχει πλούσιο και προσβάσιμο υλικό. Οφείλουμε, πάντως, ακόμα και εν απουσία θεωρίας, θέσεων ή αντιδομών να λειτουργούμε με μια εμπειρική προσέγγιση που δε παύει να είναι πολιτική, που λειτουργεί μέσω της κατανόησης της φύσης της κοινωνίας με ενσυναίσθηση προς τον συνάνθρωπο, αντιλαμβανόμενοι τα όρια και λειτουργώντας προωθητικά ώστε κάθε παραβιαστική/κακοποιητική συμπεριφορά να αντιμετωπίζεται πολιτικά, με ορατότητα και έμπρακτη στήριξη.

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ

Περνώντας, λοιπόν, από την πιο θεωρητική και συνάμα βιωματική για τις γυναίκες της συνέλευσης, κουβέντα σχετικά με τα προσωπικά όρια, την παραβίαση αυτών και την καθημερινή –συνειδητή ή ασυνείδητη– αναπαραγωγή πατριαρχικών συμπεριφορών, φτάσαμε στο σημείο της κριτικής της στάσης του μέλους- θύτη, μετά την κοινοποίηση των περιστατικών σε αυτόν από τις γυναίκες που δέχτηκαν την παραβιαστική του συμπεριφορά και τέλος στον δικό μας συλλογικό (και αναπόφευκτα ατομικό) απολογισμό σχετικά με την αντιμετώπιση του ζητήματος. Η συγκεκριμένη κατάσταση αναπόφευκτα κλόνισε την εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών της συνέλευσης, πρώτα και κύρια με τον θύτη και δευτερευόντως με όσα μέλη γνώριζαν αλλά δεν απευθύνθηκαν στο συλλογικό όργανο (παρά τις όποιες προθέσεις και να είχαν όπως αναλύσαμε εκτενώς στην προηγούμενη ενότητα). Η συνθήκη αυτή έπληξε τον ίδιο το ρόλο της διαδικασίας της συνέλευσης και έθεσε υπό αμφισβήτηση και το πολιτικό κριτήριο του καθενός και της καθεμίας μας. Το συνοπτικό συμπέρασμα του απολογισμού μας είναι η «πολλαπλή αποτυχία».

Από τη μία, η συνέλευση απέτυχε να διαπαιδαγωγήσει το ίδιο το μέλος της σχετικά με την έννοια της παραβίασης και το στοιχειώδες του σεβασμού προς τον σύντροφο, τη φίλη, τον εραστή, τον άνθρωπο. Από την άλλη, αν δεχτούμε ότι η ατομική στάση πηγάζει από το συλλογικό νου της συνέλευσης, η μετέπειτα διαχείριση απέδειξε ότι απέτυχε (η συνέλευση) να κάνει κτήμα της τα προτάγματα και τα κεκτημένα των γυναικείων αγώνων και των αγώνων ενάντια στην έμφυλη καταπίεση. Απέτυχε να διαμορφώσει πολιτικά τα μέλη της ώστε αυτά να απαλλαχθούν από τις σχέσεις εξουσίας και να καταφέρουν να διαχωρίσουν τις φιλικές από τις πολιτικές σχέσεις.

Το ζήτημα της διαχείρισης των συμπερασμάτων των απολογισμών μας μπορεί να φαίνεται ότι αφορά μόνο τα εμπλεκόμενα υποκείμενα και τις συνελεύσεις τους, αλλά είναι πιο ευρύ. Η αναζήτηση μεθόδων και εργαλείων πρόληψης και αντιμετώπισης έμφυλων εξουσιαστικών συμπεριφορών, σε όλο τους το φάσμα, είναι σε άμεση συνάρτηση με το επίπεδο της πάλης του ανταγωνιστικού κινήματος στο ζήτημα των έμφυλων καταπιέσεων. Όπως και σε όλα τα ζητήματα, η ανάλυση, οι πρακτικές και οι λύσεις εμπνέονται και επηρεάζονται από τα κάθε φορά συλλογικά κεκτημένα και το επίπεδο όξυνσης των κοινωνικών ανταγωνισμών. Και αντίστροφα, η κάθε συνέλευση/οργάνωση, το κάθε εγχείρημα αφήνει παρακαταθήκη για το μέλλον των κινημάτων.

Η πρώτη θεωρητική έλλειψη που αναγνώσαμε και αναφέραμε και στο κομμάτι του απολογισμού είναι η έλλειψη εργαλείων διαχείρισης. Σίγουρα σα συνέλευση, αλλά και εν γένει σαν αναρχικό κίνημα, δεν έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να διαχειριζόμαστε περιστατικά έμφυλης βίας και παραβίασης, πόσο δε μάλλον όταν αυτά συμβαίνουν εντός των συλλογικών μας διαδικασιών όπου ένα σύνολο παραγόντων, όπως παρουσιάστηκαν παραπάνω, θολώνουν την πολιτική κρίση. Σαν αναρχικό κίνημα δεν έχουμε αναπτύξει ακόμα τους αυτοματισμούς ώστε να συνδέσουμε τη θεωρία με την πράξη. Θα ισχυριζόταν κάποιος ότι αυτό (η γείωση δηλαδή των θεωριών περί έμφυλης καταπίεσης σε πρακτικές αντιμετώπισης και διαχείρισης) οφείλει να γεννιέται μέσα από μαζικές κοινωνικές διεργασίες και όχι εντός των κόλπων μιας πολιτικής οργάνωσης. Σε κάθε περίπτωση, το κίνημα εμφανίζεται σήμερα ανώριμο στη διαχείριση των έμφυλων καταπιέσεων παρόλο που το ζήτημα βρίσκεται έστω και αποσπασματικά στην ατζέντα εν γένει του ανταγωνιστικού κινήματος ήδη εδώ και τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια. Η διαχείριση τέτοιων περιστατικών πολώνεται σε δύο άκρα: Από τη μία η συγκάλυψη, η αδιαφορία, η οχύρωση, η επίθεση στις γυναίκες που δέχτηκαν την έμφυλη βία και από την άλλη η πλέον αυστηρή αντιμετώπιση με ξυλοδραμούς, πλήρη αποκλεισμό και αποπομπή από πολιτικά, πολιτισμικά και κοινωνικά δρώμενα. Έχει ενδιαφέρον ότι παρόμοια πόλωση ακολουθεί και η αστική δικαιοσύνη/ κυρίαρχη ιδεολογία στην αντιμετώπιση των περιστατικών έμφυλης βίας.

Η θέση που καταλαμβάνει στη συλλογική ατζέντα μας το γυναικείο ζήτημα (παρά την κοινωνική πόλωση λόγω των γυναικοκτονιών των τελευταίων 2 χρόνων) και η έλλειψη ουσιαστικής συζήτησης και σχετικού προβληματισμού, μάς αφήνουν εκτεθειμένες και εκτεθειμένους και καταλήγουμε μουδιασμένοι όταν έρχεται η ώρα να αντιμετωπίσουμε αντίστοιχα περιστατικά. Λέμε ότι όλες οι γυναίκες έχουν δεχτεί σε κάποια φάση της ζωής τους, παρενόχληση, παραβίαση και γενικά έμφυλη βία αλλά δεν συνεχίσουμε τον συλλογισμό μας αντιστρέφοντας την παραπάνω πρόταση: Όλοι οι άντρες έχουν/ έχουμε ασκήσει σε κάποια φάση της ζωής τους παρενόχληση, παραβίαση και γενικά έμφυλη βία. Όταν όμως αντιμετωπίζουμε τον παραβιαστή έχουμε την τάση να θέτουμε τον ίδιο εκτός «κοινωνίας» ξορκίζοντας αντίστοιχα και την παραβιαστική συμπεριφορά του ως κάτι ξένο από το κοινωνικό σώμα.

Σήμερα, που η γυναικεία αλληλεγγύη ενισχύεται και όλο και περισσότερες γυναίκες επικοινωνούν τις δικές τους εμπειρίες έμφυλης βίας και καταπίεσης, η απειλή της καταγγελίας λειτουργεί σαν φόβητρο στο εσωτερικό μας και είναι το μόνο που απασχολεί, όπως έγινε και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Φτάνουμε να ασχολούμαστε μόνο με την καταγγελία (και το ενδεχόμενο ύπαρξη αυτής) και την αποπομπή του θύτη ως γρήγορη και καθαρή– «αναίμακτη» πολιτικά λύση, και όχι με τη συνολική πολιτική διαχείριση. Λες και αν δε εκδοθεί καταγγελία οι γυναίκες που έπεσαν θύματα οποιασδήποτε έμφυλης βίας/καταπίεσης «το έχουν ξεπεράσει» και είναι «έτοιμες να τα βρουν» με τον κακοποιητή/(παρα)βιαστή τους και να «λήξει το θέμα» ή λες και ο εκδιωγμός ή/και ο ξυλοδαρμός ενός θύτη αντιμετωπίζει επιτυχώς την καθημερινή αναπαραγωγή της έμφυλης καταπίεσης. Επιπλέον, (ακόμα και) σε παραδείγματα εντός του ανταγωνιστικού κινήματος, που για τους όποιους λόγους, κρίθηκε ότι υπάρχει περιθώριο παρέμβασης στον θύτη με σκοπό την «διαπαιδαγώγηση και τον σωφρονισμό του», επιλέχθηκε η διαδικασία της αυτό-μόρφωσής του σχετικά με το γυναικείο ζήτημα και τους φεμινιστικούς αγώνες. Δεν είμαστε σίγουρες/οι πώς η θεωρητική κατάρτιση είναι από μόνη της ικανή συνθήκη για να γεφυρωθεί το χάσμα που διαπιστώσαμε μεταξύ της θεωρίας και της καθημερινής πρακτικής.

Καθώς προχωρά η συζήτηση πάνω στο ζήτημα της ανάγνωσης, της ανάλυσης και της διαχείρισης της παραβιαστιστικής συμπεριφοράς αναγκαστικά τίθεται το ζήτημα του συστήματος των ποινών ως μία θεωρητική βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί και η διαχείριση του συγκεκριμένου περιστατικού. Το εν Ελλάδι αναρχικό κίνημα, χωρίς να αποτελούμε εμείς εξαίρεση, αποφεύγει επιμελώς αυτή τη συζήτηση γιατί θεωρείται ότι τέμνει αξιακές θέσεις της θεωρίας μας. Βέβαια το παραπάνω απλώς επιβεβαιώνει την νεαρή πολιτική ηλικία του εγχώριου αναρχικού κινήματος. Δεν γίνεται να υπάρχει στο πολιτικό μας λεξιλόγιο η επαναστατική προοπτική και να κλείνουμε τα μάτια στις διαδικασίες ποινών. Δεν πρέπει να ταυτίζονται κατ’ ανάγκη οι διαθέσιμες ποινές με τον εγκλεισμό, το βασανισμό και την προσβολή της αξιοπρέπειας. Σήμερα η απόδοση (ή όχι) των ποινών γίνεται εν τέλει άτυπα με όλες τις συνέπειες που φέρει ο αφορμαλισμός: Είτε η «τιμωρία» πέφτει βαριά ισοπεδώνοντας πολλές φορές αξίες και θέσεις είτε κλείνει τα μάτια για να μην κατηγορηθεί η διαδικασία για εξουσιαστικές συμπεριφορές. Το ίδιο ακριβώς μοτίβο επαναλαμβάνεται στη διαχείριση περιστατικών έμφυλης βίας.

Ένα ελευθεριακό σύστημα απόδοσης ποινών οφείλει να κρατά πάντα στην κεντρική εικόνα την κοινωνία που οραματιζόμαστε και παλεύουμε να χτίσουμε. Άλλωστε οι σκοποί και τα μέσα που χρησιμοποιούμε για να τους πετύχουμε είναι αδιαχώριστα. Ο σκοπός καθορίζει το φάσμα των μέσων αλλά ταυτόχρονα τα μέσα που χρησιμοποιούμε κάθε στιγμή προεικονίζουν το σκοπό μας. Παράλληλα ένα ελευθεριακό σύστημα ποινών θα πρέπει να εκκινεί από το αξίωμα ότι η κοινωνία δεν είναι ένα άθροισμα ατόμων που λειτουργούν εντός της αυτόνομα και ελεύθερα. Είναι ένα θεσμισμένο όλον που το διαπερνούν πολλαπλές σφιχτές κοινωνικές σχέσεις. Τα προβλήματα μιας κοινωνίας δεν είναι το άθροισμα των προβληματικών συμπεριφορών των μελών της. Ούτε αυτά λύνονται όταν ο καθείς και η καθεμία ατομικά και προσωπικά αυτοβελτιώνεται ώστε να λειτουργεί «ορθά». Για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τα προβλήματα μιας κοινωνίας πρέπει αναγκαστικά να μιλήσουμε για το όλον της, για τις αξίες της, τις παραδόσεις της και την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων που την συνθέτουν.

Η παραπάνω θέση δεν εξαφανίζει την ατομική ευθύνη αλλά την ορίζει σε μια νέα βάση και από ιδιωτική μετατρέπεται σε πολιτική. Το ελευθεριακό σύστημα ποινών λοιπόν, οφείλει να αποδίδει τη βαρύτητα που αρμόζει κάθε στιγμή στην παρεκκλίνουσα/ αντικοινωνική συμπεριφορά του ατόμου και έχοντας ως στόχο αν είναι δυνατόν την επαναφορά στην κοινωνία αλλά και την διαμόρφωση της ίδιας της κοινωνίας ώστε να απαλλαγεί από συμπεριφορές ξένες στον αξιακό της κώδικα.

Φυσικά στο σήμερα, η ποιότητα των θέσεων μας, των δομών μας και των διαδικασιών μας δεν μπορούν παρά να ακολουθούν την ποιότητα των ταξικών και κοινωνικών αγώνων του παρόντος. Οπότε και η προσέγγιση αναγκαστικά γίνεται στο δοσμένο κοινωνικό πλαίσιο. Η σύγχρονη επαναστατική εμπειρία μας δίνει παραδείγματα διαχείρισης παρεκκλινουσών συμπεριφορών. Μάλιστα στο συγκεκριμένο ζήτημα, αυτό της έμφυλης βίας, η προσέγγιση τόσο των Κούρδων στη βόρεια Συρία όσο και των Ζαπατίστας στην Τσιάπας φαίνεται να ταυτίζεται και περιλαμβάνει την ένταξη του παραβιαστή σε κύκλους αυτομόρφωσης, σε δομές με καθημερινή επαφή με γυναίκες όπου πέρα από την προφανή συνθήκη της επιτήρησης επιδιώκεται η σταδιακή επανένταξη του. Η διαχείριση όμως του ζητήματος που αντιμετωπίζουμε εδώ είναι πολύ πιο σύνθετη από μια απλή μεταφορά των πρακτικών αυτών.

Το ζήτημα των παραβιαστικών συμπεριφορών αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση και απαιτεί ειδική αντιμετώπιση, πιο ευρεία από την γενική κουβέντα για το ζήτημα των ποινών όπως προσεγγίστηκε παραπάνω. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όταν μια γυναίκα κοινοποιήσει/ δημοσιοποιήσει ότι παραβιάστηκαν τα όριά της ή/ και το σώμα της, τότε θα πρέπει με ενσυναίσθηση να στεκόμαστε δίπλα της άνευ όρων και προαπαιτούμενων. Δε χωρά περιθώριο αμφισβήτησης. Πρώτο και κύριο μέλημα (θα πρέπει να) είναι να βρεθούν οι δρόμοι επικοινωνίας με τα άτομα που δέχτηκαν έμφυλη βία και η δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης με στόχο την έμπρακτη στήριξη και αλληλεγγύη. Ακριβώς σε αυτό το κομβικό σημείο αποτύχαμε και ατομικά και σαν συνέλευση. Κύριο μέλημα οφείλει να είναι η ασφάλεια και η άνεση των γυναικών που δέχτηκαν την παραβίαση και η περιφρούρηση των δικών τους ορίων έναντι των παραβιαστών τους. Και στη συνέχεια, ο αγώνας για να κυριαρχήσει το γυναικείο αφήγημα έναντι του ανδρικού που εκ θέσεως βρίσκεται σε θέση εξουσίας.

Θεωρούμε ότι η έμπρακτη στήριξη και αλληλεγγύη πέρα από την ατομική και πολιτική στάση που θα πρέπει, υποθετικά, να θεωρείται δεδομένη μεταξύ ανθρώπων που έχουν διαλέξει πλευρά στον αδιάκοπο κοινωνικό/ ταξικό πόλεμο, οφείλει να οργανώνεται μέσω ειδικών αντιδομών που θα λειτουργούν ως χώρος επαφής, επικοινωνίας, στήριξης και δράσης. Η αναγκαιότητα των αντιδομών αυτών συμπεραίνεται εύκολα αν αναλογιστούμε την πληθώρα καταγγελιών και γνωστοποιήσεων παραβιαστικών συμπεριφορών εντός του ανταγωνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Ακριβώς επειδή το ανταγωνιστικό κίνημα δομείται περισσότερο με όρους πολιτισμικούς και λιγότερο με πολιτικούς, η καθημερινή συναναστροφή εντός και εκτός πολιτικών διαδικασιών, δημιουργεί εκείνο το πρόσφορο πεδίο για την γνωστοποίηση των περιστατικών έμφυλης βίας. Άλλωστε και στην δική μας περίπτωση δεν θα μαθαίναμε τα περιστατικά αν δεν υπήρχαν φιλικές/ προσωπικές σχέσεις στα πλαίσια συγκρότησης του κινήματος.

Οφείλουμε όμως πάντα να κοιτάμε συνεχώς την μεγάλη εικόνα. Πόσα περιστατικά έμφυλης βίας αποσιωπώνται, ενσωματώνονται, κανονικοποιούνται ακριβώς επειδή δεν υπάρχει το όχημα για να εκφραστούν; Για ποιο λόγο η κίνηση «me too» με τις όποιες προβληματικές της, απέκτησε τέτοιο τεράστιο έρεισμα σε καταπιεζόμενα κομμάτια της κοινωνίας; Οι αντιδομές λοιπόν που προτάσσουμε θα πρέπει να αποτελούν το όχημα έκφρασης της έμφυλης καταπίεσης. Να ανοίγουν ένα παράθυρο στην κοινωνία που οραματιζόμαστε, προβάλλοντας όλες εκείνες τις προβληματικές, αλλά και τις προοπτικές, που θα μας επιτρέψουν να εξελίξουμε τη θεωρία και τα αναλυτικά μας εργαλεία πάνω στη διαχείριση και στην πάλη για την κατάργηση της έμφυλης καταπίεσης. Επίσης, οι δομές αυτές, θα είναι προσιτές σε ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια και πέρα από την αντικειμενική στήριξη που θα παρέχουν, θα αποτελούν τον προθάλαμο για την εμπλοκή των χρηστών στην επαναστατική διαδικασία, εφόσον αυτοί θα έρθουν σε επαφή με την πρακτική εφαρμογή των εννοιών της αλληλεγγύης, της οριζοντιότητας, της ισότητας, της εμπιστοσύνης στη συλλογική δύναμη και της ατομικής ευθύνης, πέρα από ειδικούς και λογικές διαμεσολάβησης. Άλλωστε μόνο μέσα από τη συλλογικοποίηση των αρνήσεων προκύπτουν καταφάσεις.

Είτε το αποδεχόμαστε είτε όχι, όλοι και όλες μας είμαστε σάρκα από τη σάρκα αυτής της κοινωνίας. Είναι δεδομένο λοιπόν ότι φέρουμε, ενσωματώνουμε και αναπαράγουμε, σε κάποιο βαθμό, όλα τα καταπιεστικά ιδεολογήματα πάνω στα οποία έχει δομηθεί ο καπιταλισμός. Η πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας είναι μια πραγματικότητα από την οποία δεν μπορούμε να αποδράσουμε με ευχολόγια ή με δηλώσεις πολιτικών φρονημάτων («είμαι αναρχικός» και άρα έχω ξεμπερδέψει με τον παλιό κόσμο). Η πατριαρχία, ως μέρος της κυρίαρχης ιδεολογίας διαπερνά κάθετα το σύνολο του σώματος της κοινωνίας και φυσικά και τα άτομα που στρατεύονται στις δομές του ανταγωνιστικού κινήματος.

Οι άνδρες δε, ως ο κυρίαρχος πόλος στη έμφυλη σχέση καταπίεσης, αποδέχονται και εκφράζουν εντονότερα τα προνόμια που τους δίνονται. Η διαδικασία αμφισβήτησης και απεμπολής αυτών δεν είναι στατική και φυσικά δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τη συμμετοχή των γυναικών. Όπως η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είτε θα είναι έργο της ίδιας είτε θα αποτύχει έτσι και το σπάσιμο της πατριαρχικής οργάνωσης της κοινωνίας, αν κάποτε πραγματοποιηθεί, θα συμβεί από τη δράση των ίδιων των καταπιεσμένων γυναικών. Η απεμπολή των ανδρικών προνομίων, είναι ένα διαρκές διακύβευμα και είναι κατά βάση άμεσα συνυφασμένο με την πολιτική οργάνωση των γυναικών και λιγότερο με την ατομική αυτό-μόρφωση του εκάστοτε άνδρα.

Καλούμαστε λοιπόν να ακροβατήσουμε μεταξύ των εξής αναγνώσεων: Αναγνωρίζουμε ότι εν δυνάμει είμαστε όλοι και όλες φορείς πατριαρχικών αντιλήψεων. Τα αντανακλαστικά πάνω στην έμφυλη καταπίεση είναι πάντα σε συνάρτηση με το συνολικό κινηματικό επίπεδο και οξύνονται ή αμβλύνονται φυσικά και με βάση τους αγώνες των γυναικών. Από την άλλη, η ευθύνη ενός οργανωμένου ατόμου σε μια πολιτική διαδικασία σαν το Πέλοτο είναι πολύ μεγαλύτερη. Αξιακά ζητήματα και θέσεις θεωρούνται δεδομένα για τη συμμετοχή κάποιου ατόμου. Η έλλειψη θέσεων διακηρυκτικά δε δικαιολογεί καμία εξουσιαστική/ καταπιεστική συμπεριφορά. Φυσικά οι παραβιαστικές πράξεις του μέλους μας κατατάσσονται ξεκάθαρα στον κόσμο της εξουσίας από όπου άντλησε τη δυνατότητα για να τις πραγματοποιήσει. Επιπρόσθετα, η μετέπειτα διαχείριση από μεριάς του ήταν ξεκάθαρα αντισυντροφική, ατομικιστική και έπληξε σοβαρά την ποιότητα της πολιτικής συνέλευσης. Η ελλιπής ενασχόληση της συνέλευσης μας με τους έμφυλους αγώνες δε μπορεί να θεωρηθεί ελαφρυντικό για τις παραβιαστικές συμπεριφορές. Αναγνωρίζουμε βέβαια ότι η πολιτική και κινηματική διαπαιδαγώγηση των μελών από τη συνέλευση είναι μια σημαντική αρμοδιότητα, όμως μέχρι ποιο σημείο αυτό απαλλάσσει τα μέλη από την προσωπική/ πολιτική τους ευθύνη; Η έννοια της συναίνεσης οφείλει να είναι δεδομένη.

Αναγκαστικά σε αυτό το σημείο της διαδικασίας τέθηκε ένα ζύγισμα των ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών της παραβίασης, χωρίς ποτέ ωστόσο να αμφισβητείται η παραβιαστική φύση της πράξης. Όσο άχαρη και πολιτικά προβληματική μπορεί να είναι αυτή προσπάθεια, είναι αναγκαίο στάδιο για να μπορέσουμε να αποδομήσουμε την ίδια την παραβίαση, τις σχέσεις εξουσίας στην καθημερινότητά μας και να ψηλαφίσουμε τρόπους αντιμετώπισης. Έχουμε αναγνωρίσει ότι η σχετικοποίηση φέρει την κανονικοποίηση, μα πρέπει να καταφέρουμε μια ποιοτική κατάταξη που θα κρίνει αν η συγκεκριμένη περίπτωση που εντάσσεται στο φάσμα των πατριαρχικών συμπεριφορών, αφήνει περιθώρια παρέμβασης ή φέρει στοιχεία «αντικοινωνικής συμπεριφοράς» που χαρακτηρίζουν τον θύτη αμετάκλητα εχθρικό και τον θέτουν εκτός του κοινωνικού σώματος για το οποίο θέλουμε να μιλάμε.

Η συζήτηση σχετικά με το κοινωνικό προφίλ του παραβιαστή, τις ειδικές συνθήκες κλπ. μπορεί να είναι χρήσιμη σε μια διαδικασία διαλόγου και αυτομόρφωσης στο πλαίσιο της ανάπτυξης εργαλείων διαχείρισης και αντιμετώπισης τέτοιων συμπεριφορών. Επίσης μπορεί να συμβάλλει σε μια διαδικασία που θα εξετάσει αν υπάρχει περιθώριο διαπαιδαγώγησης, επανένταξης, επούλωσης και μετατροπής. Στην παρούσα φάση πιστεύουμε ότι αυτή η συζήτηση μπορεί να είναι αποπροσανατολιστική και να λειτουργήσει ως άλλοθι για την έκφραση συγκεκριμένων παραβιαστικών συμπεριφορών.

Μεγάλο μέρος των διαδικασιών μας απασχόλησε το ερώτημα σε ποιο βαθμό οι συλλογικές αποφάσεις επηρεάζονται και οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τις επιθυμίες των γυναικών που δέχτηκαν την έμφυλη βία. Από την στιγμή που αναγνωρίσουμε την παραβιαστική συμπεριφορά ως αμιγώς κοινωνικό/πολιτικό ζήτημα και έκφανση της πατριαρχίας, η αντιμετώπιση της αντίστοιχα οφείλει να είναι συλλογική/ πολιτική. Αυτός είναι και ο τρόπος που πιστεύουμε και προτάσσουμε για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Δεν είναι ένα ζήτημα προσωπικό, που αφορά αποκλειστικά τα εμπλεκόμενα άτομα και άρα μπορεί και πρέπει να επιλυθεί ατομικά με μια αναμεταξύ τους συμφωνία. Είναι η απτή πραγματικότητα των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας στις οποίες θεωρητικά εναντιωνόμαστε και παλεύουμε. Η ανάγνωση ότι η έμφυλη βία είναι ένα ατομικό, μεμονωμένο και προσωποποιημένο κάθε φορά ζήτημα και ότι δεν πρέπει να εμπλεκόμαστε στις σχέσεις των άλλων είναι μία από τις κυρίαρχες ρητορικές που καταδικάζουμε.

Από την άλλη τα άτομα που έχουν δεχτεί έμφυλη βία δεν είναι σε καμία περίπτωση περισσότερο υπεύθυνα για να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν τη βία που δέχτηκαν από τις υπόλοιπες και τους υπόλοιπους από εμάς που αναγνωρίζουμε τη ρίζα στην πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας. Επίσης δεν μπορεί να θεωρείται αναγκαστικό, δεδομένο ή να μπαίνει με εκβιαστικούς όρους η συμμετοχή των γυναικών που έχουν δεχτεί βία σε συλλογικές διαδικασίες διαχείρισης. Δεν είναι υπεύθυνες για την κακοποίηση τους, ούτε οφείλουν να υποδείξουν τα μέσα επούλωσης στους θύτες, διότι στην ουσία επαναλαμβάνεται εκ νέου η παραβίαση των ορίων τους. Αντίστοιχα η κριτική και διαχείριση του παραβιαστή είναι συλλογική ευθύνη και όχι ατομική. Η πατριαρχία, το ψυχολογικό τραύμα καθώς και η εμπλοκή/εμπειρία (ή η απουσία αυτών) συλλογικοποίησης και ενδυνάμωσης μέσω γυναικείων οργανώσεων παίζουν σημαντικό ρόλο στην απόφασή μετέπειτα εμπλοκής. Το σημείο που οφείλει να συμμετέχει το άτομο που δέχτηκε έμφυλη βία είναι στον ορισμό και στην διασαφήνιση των ορίων του, με τη βοήθεια και την εγγύηση των συλλογικών διαδικασιών, που θα το κάνουν να αισθάνεται ασφαλή.

Οι συλλογικές διαδικασίες, αναπόφευκτα, καλούνται να διαχειριστούν μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στον πολιτικό τους ρόλο και στην επιθυμία αυτών που δέχτηκαν τη βία ή/και παραβίαση. Με γνώμονα πάντα την εξασφάλιση ασφάλειας και την ιδιωτικότητα των υποκειμένων που έπεσαν θύματα έμφυλης βίας, αλλά και με τη δέσμευση ότι δεν θα αποκρυφθεί η πράξη του θύτη. Με ψύχραιμη κριτική σχετικά με τη διαχείριση του ίδιου του θύτη, μακριά από εκδικητικές και ματσό συμπεριφορές (που πολλές φορές απλά προσωποποιούν την πατριαρχία σε ένα άτομο), με κατανομή των ευθυνών και στις συλλογικές διαδικασίες και τα υπόλοιπα μέλη τους, αλλά χωρίς να ιεραρχείται η παρέμβαση στο υποκείμενο που έκανε την παραβίαση πιο ψηλά σε σχέση με την εξασφάλιση της (άνετης και ασφαλούς) ύπαρξης των υποκειμένων που την δέχτηκαν στους χώρους που επιλέγουν αυτά να κινούνται. Οφείλουμε, λοιπόν, να κρίνουμε κάθε περίπτωση ξεχωριστά, εξετάζοντας τους παραπάνω παράγοντες.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μετά από αρκετό καιρό μονοθεματικών διαδικασιών και συνεχούς επαναξιολόγησης τόσο των θέσεων μας όσο και της συμπεριφοράς του θύτη, καταλήγουμε στην πλήρη αποπομπή του από την συνέλευση. Η απόφαση βασίστηκε και στους δύο άξονες που αναλυτικά περιγράφηκαν παραπάνω, από τη μία δηλαδή στις παραβιαστικές πράξεις και από την άλλη στην μετέπειτα στάση του ίδιου του θύτη, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του Πέλοτο ως πολιτική οργάνωση, το ρόλο της και τα προαπαιτούμενα χαρακτηριστικά συμμετοχής των μελών της. Όπως εξηγήθηκε, προσπαθήσαμε να ψηλαφήσουμε τις παραβιαστικές συμπεριφορές και να αξιολογήσουμε αν αυτές τίθενται εξ αρχής εκτός κοινωνίας με βάση το δεδομένο κοινωνικό πλαίσιο ή αν υπάρχει περιθώριο παρέμβασης. Στην προκειμένη, η επαναπροσέγγιση των γυναικών που υπέστησαν την παραβίαση ύστερα από τη σαφή άρνησή τους, ακόμα και μετά την έναρξη των συλλογικών διαδικασιών διαχείρισης, η απώλεια της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπο του και η ανεύθυνη και αδρανής στάση του όλο αυτό το διάστημα αποτέλεσαν ενδείξεις πως το απαραίτητο αυτό πεδίο παρέμβασης δεν υπάρχει. Αναγνωρίζοντας ότι το ζήτημα της έμφυλης βίας δεν είναι μια παθογένεια που επιλύεται με «τοπικές» λύσεις όπως η απομάκρυνση του θύτη από ένα περιορισμένο κοινωνικό σύνολο αλλά η συνολική ρήξη των εξουσιαστικών σχέσεων, κατανοούμε την ανάγκη διερεύνησης τρόπων ενδυνάμωσης των καταπιεσμένων, εργαλείων συμμόρφωσης των παρεκκλίνουσων συμπεριφορών (όπου είναι εφικτό) και συνολικής πρόληψης και διαπαιδαγώγησης. Όπως αναφερθήκαμε και παραπάνω, τα παραδείγματα από εγχειρήματα που σε ενεστώτα χρόνο επιχειρούν έναν διαφορετικό τρόπο κοινωνικής οργάνωσης δεν μπορούν να μεταφερθούν αυτούσια στην πραγματικότητα και τη δομή του ελληνικού ανταγωνιστικού κινήματος. Το σίγουρο είναι ότι μια διαδικασία επανένταξης θα πρέπει να βασιστεί στην εμπιστοσύνη του υποκειμένου στις συλλογικές διαδικασίες και να διαμορφωθεί ανάλογα με το επίπεδο ωριμότητας των δομών του κινήματος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν προσδιορίστηκαν συγκεκριμένοι όροι για μια ενδεχόμενη επανένταξη, αλλά ούτε και τα χαρακτηριστικά της συνέλευσης ή δομής που θα αναλάμβανε ένα τέτοιο έργο.

13.12.2022

Η 8Η ΜΑΡΤΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ

Διασυλλογική ανακοίνωση και καλέσματα για την 8η Μάρτη. Μπορείς να την κατεβάσεις σε μορφή pdf από εδώ.

Η 8Η ΜΑΡΤΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΥΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ

Οι ρίζες της 8η Μάρτη δε βρίσκονται σε μία απροσδιόριστη γιορτή αγάπης και θαυμασμού του «ωραίου φύλου», αλλά στους εργατικούς αγώνες γυναικών στις Η.Π.Α. στις αρχές του 20ου αιώνα. Μπορεί να μην έχουμε τρόπο να επιβεβαιώσουμε αν η αφορμή για να καθιερωθεί αυτή η ημέρα ήταν η απεργία των εργατριών ιματισμού το 1857 ή η διαδήλωση απεργών το 1908 στη Νέα Υόρκη, η μαχητική απεργία και «η εξέγερση των 20.000» τον χειμώνα του 1910 ή η φωτιά της TriangleWaist με τις κλειδωμένες εργάτριες μέσα και η απεργία των κλωστοϋφαντουργιών στο Λόρενς της Μασαχουσέτης το 1912. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι έμπνευση για την καθιέρωση της 8η Μάρτη ως ημέρα μνήμης ήταν η μαχητικότητα των γυναικών για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους, των ταπεινών εργατριών – ντόπιων και μεταναστριών – που μοχθούσαν καθημερινά στα εργοστάσια. Ήταν η θέληση των υποτιμημένων γυναικών να διεκδικήσουν όσα τούς ανήκουν, όσα τούς αξίζουν και όχι ένας ύμνος στους ρόλους της «τέλειας γυναίκας» αντικείμενο για την ηδονή των αντρών, της «ήσυχης κυρίας» που κάθεται στα αυγά της, της «καλής μάνας και νοικοκυράς» που δε βγαίνει από το σπίτι, της «υπάκουης εργαζόμενης» που υπηρετεί αφεντικά και πελάτες.

Είναι αυτή η μνήμη των γυναικείων εργατικών αγώνων που πρέπει να κρατήσουμε σήμερα ζωντανή κόντρα στην εμπορευματοποίηση και απονοηματοδότηση της ημέρας. Ο κόσμος της εργασίας, άλλωστε, συνεχίζει να δέχεται κατάφορη επίθεση, είτε μιλάμε για άμεση μείωση μισθού και έμμεση μέσω των αλλεπάλληλων κυμάτων ανατιμήσεων και ακρίβειας βασικών αγαθών, είτε για τη χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας μας. Η επισφάλεια και η μαύρη εργασία αποτελεί τη ζοφερή πραγματικότητα για τις περισσότερες από εμάς, ειδικά για τις μετανάστριες, κάθε βδομάδα χάνουμε ανθρώπους της τάξης μας από τα ελλιπή μέτρα προστασίας (είτε υγειονομικά είτε ατομικής προστασίας) και την εντατικοποίηση της εργασίας μας, και η εκμετάλλευση των εργοδοτών με τις απλήρωτες υπερωρίες μας και τα ελαστικά ωράρια νομιμοποιήθηκε με το χυδαίο νομοσχέδιο Χατζηδάκη. Η δε καταπίεση στις γυναίκες εργαζόμενες είναι ακόμα μεγαλύτερη. Από τη μία το ποσοστό ανεργίας είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με το αντίστοιχο των αντρών, από την άλλη σαν γυναίκες εργαζόμενες είμαστε υπο-αμειβόμενες, ενώ ο μισθός μας μειώνεται κι άλλο έμμεσα με τα πάγια έξοδα της περιόδου μας και πιθανών φαρμάκων και εξετάσεων κατά την κύηση ή με σκοπό αυτής. Κι όλα αυτά τη στιγμή που το «νοικοκυριό» και η ανατροφή των παιδιών εξακολουθούν να παραμένουν σχεδόν αποκλειστικά γυναικεία υποχρέωση, πάντα απλήρωτη, σίγουρα όμως αναγκαία για τη λειτουργία της κοινωνίας.

Συμπληρωματικά, οι άδειες δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές μας ανάγκες. Ούτε για μια εργαζόμενη, ως προς τον κύκλο και τους πόνους του που συχνά μας διπλώνουν στα δύο, ούτε για την εργαζόμενη – μέλλουσα μητέρα, με την άδεια κύησης να μην ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις αυτής της περιόδου, ούτε για την εργαζόμενη πλέον μητέρα, από την άδεια λοχείας που θα μας αναγκάσει να επιστρέψουμε σχεδόν αμέσως στη δουλειά αφήνοντας ένα νεογέννητο στο σπίτι, μέχρι τις ανύπαρκτες γονικές άδειες, ακόμα και για τις μονογονεϊκές οικογένειες. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας και των λοκντάουν, οι άδειες «ειδικού σκοπού» για τις εργαζόμενες μητέρες για την περίοδο που τα σχολεία ήταν κλειστά ίσχυαν μόνο για τους δύο πρώτους μήνες, ενώ μέχρι τώρα αναγκαζόμαστε να εργαζόμαστε ακόμα και στις περιπτώσεις που τα παιδιά μας νοσούν. Μάλιστα ορίστηκε περικοπή 50% (!) του μισθού μας για τις πρώτες 4 ημέρες άδειας «ειδικού σκοπού» που λαμβάνουμε.

Όλα αυτά υποβαθμίζονται ως υπερβολές και προβλήματα της «γυναικείας μας φύσης» και ταυτόχρονα προβάλλονται ως ένα αχρείαστο βάρος που υποχρεώνεται ο κάθε εργοδότης να «κουβαλήσει». Ενώ στην πραγματικότητα, είναι η καταπίεση και η παραγνώριση των αναγκών μας με βάση το κέρδος. Ο έλεγχος αυτός πάνω στις ζωές και στα σώματά μας είναι εμφανής από τα πιο μικρά καθημερινά πράγματα όταν μας ζητείται να συμπεριφερθούμε όπως «αρμόζει» στο φύλο μας: Να «συνεισφέρουμε» με λίγη φροντίδα, καλοσύνη, ευγένεια και πάντα υπάκουα όταν το απαιτούν οι συνθήκες. Αλλά πηγαίνει και ένα βήμα παραπέρα, όταν καλούμαστε να κοινοποιήσουμε τον οικογενειακό μας προγραμματισμό με τον κίνδυνο η απάντησή μας να μάς οδηγήσει στην ανεργία. Με απλά λόγια, όσες γυναίκες επιθυμούμε να γίνουμε μητέρες είτε μάς απολύουν, είτε δεν μάς προσλαμβάνουν. Κι εάν τελικά «καταφέρουμε» να διατηρήσουμε την εργασία μας, ερχόμαστε αντιμέτωπες με τα ανύπαρκτα μέτρα υποστήριξής τους.

Οι έμφυλες διακρίσεις που βιώνουμε ως γυναίκες, όμως, δεν περιορίζονται μόνο στο εργασιακό κομμάτι, αλλά ακουμπούν όλες τις πτυχές της ζωής μας. Ξεκινούν από την έμφυλη ταυτότητά μας ως τέτοια, και άρα αφορούν την ίδια μας την ύπαρξη. Είναι η θεσμική καταπίεση, από το κράτος, την εκκλησία και μια μεγάλη μερίδα συντηρητικών επιστημόνων και «ειδικών», που προσπαθεί να ελέγξει κάθε πτυχή της γυναικείας ζωής, σεξουαλικότητας και αυτοδιάθεσης. Τον τελευταίο καιρό μόνο, έχουμε δει αντιεπιστημονικές ασυναρτησίες περί προγεννητικού ελέγχου μέσα σε σχολεία, συνέδρια που μας καλούσαν να σώσουμε τη χώρα από την υπογονιμότητα, αφού πρώτα όριζαν τις εργαζόμενες γυναίκες ως υπαίτιες αυτής, και σκοταδιστικές εκστρατείες κατά των εκτρώσεων υποκινούμενες από εκκλησία και συντηρητικούς φορείς. Είναι η όξυνση της έμφυλης βίας και η θέαση της γυναίκας ως ιδιοκτησίας της οικογένειάς της, του πατέρα, του αδερφού ή του άντρα της.

Κόντρα στο δυτικό αφήγημα ότι οι γυναίκες δεν έχουμε πια λόγο να μιλάμε για πατριαρχία, καθώς τα κράτη και η Ε.Ε. φροντίζουν δήθεν να λαμβάνουν μέτρα για την ενίσχυση της θέση της γυναίκα, στην πραγματικότητα αυτά απευθύνονται σε ένα μικρό ποσοστό από εμάς και οι 20 γυναικοκτονίες του τελευταίου καιρού, οι βιασμοί που έγιναν γνωστοί και αυτοί που δεν έγιναν, τα καθημερινά περιστατικά κακοποιήσεων και εκδικητικής πορνογραφίας, επιβεβαιώνουν ακριβώς το αντίθετο. Από τις καταγγελίες έμφυλης βίας στον χώρο του αθλητισμού και του θεάτρου και τη διάδοση του metoo που ενθάρρυνε την κοινοποίηση ανάλογων βιωμάτων, δημιουργώντας ένα πρώτο άτυπο δίκτυο καταγγελιών και αλληλοϋποστήριξης έστω κι αν βασίστηκε στη σφαίρα του διαδικτύου, ξεκίνησε να μπαίνει από πολλές γυναίκες ο όρος «πατριαρχία» κεντρικά, καταδεικνύοντας τις κανιβαλικές της διαστάσεις. Αν και ελπιδοφόρο, θα πρέπει σιγά-σιγά να σπάσουμε τη σφαίρα του προσωπικού. Κόντρα στην προσπάθεια για αφομοίωση των αντιδράσεών μας από την κυριαρχία, να ριζοσπαστικοποίησουμε τον αγώνα μας ενάντια στην πατριαρχία συνδέοντάς τον με τον συνολικό αγώνα ενάντια στον κόσμο της εξουσίας, στο κράτος, το κεφάλαιο και το ξεπέρασμά τους.

Κι ενώ σε αυτή τη λογική τα αντανακλαστικά της κοινωνίας σταδιακά οξύνονται, όπως πρόσφατα έδειξαν και οι αυθόρμητες πορείες της Θεσσαλονίκης με την ξεκάθαρη στοχοποίηση των βιαστών της Γεωργίας, ο κυρίαρχος λόγος και οι μηχανισμοί του συνεχίζουν να συγκαλύπτουν τον κάθε λογής κανίβαλο: Τα καθεστωτικά μέσα εξακολουθούν να ξεπλένουν τους κακοποιητές, βαφτίζοντας τους γυναικοκτόνους «θολωμένους από τη ζήλεια», τους βιαστές «ωραία παιδιά, που δεν έχουν ανάγκη», τους ομαδικούς βιασμούς «ροζ πάρτυ» και δίνοντας άπλετο χρόνο στον κάθε Μπαλάσκα και στις συμβουλές του για το πώς να πάρουν πίσω τη ζωή τους οι επίδοξοι γυναικοκτόνοι. Απέναντι στην αδιαφορία για τις καταγγελίες ενδοοικογενειακής, έμφυλης βίας και την παρακώληση διαδικασιών από τους μπάτσους, το στίγμα και την ψυχοφθόρα δικαστική διαδικασία αλλά και τη συγκάλυψη που προσφέρουν οι δικαστικές αρχές, περιστατικά όπως η βοήθεια μιας άγνωστης σερβιτόρας σε θύμα τράφικινγκ στην Ηλιούπολη τον περασμένο χρόνο, αλλά και η δική μας μικρή καθημερινή εμπειρία, μάς δείχνουν ότι πέραν της άμεσης δράσης, μπορούμε και πρέπει να βασιστούμε η μία στην άλλη.

Οι ταυτότητες που έχουμε είναι πολλές: Γυναίκα, εργαζόμενη, φοιτήτρια, νέα, άνεργη, μετανάστρια, κρατούμενη, ΑΜΕΑ, μητέρα. Και αντίστοιχες είναι οι καταπιέσεις που δεχόμαστε. Θα πρέπει να δούμε αυτές τις καταπιέσεις και ξέχωρα και ως σύνολο. Αν μια γυναίκα εργαζόμενη βιώνει την έμφυλη διάκριση και βία, οι γυναίκες που έχουν εκδιωχθεί στο περιθώριο της κοινωνίας είναι ακόμα πιο εκτεθειμένες απέναντι στη βία στο σώμα και τη ζωή τους. Οι μετανάστριες, που η ζωή τους θεωρείται λαθραία, οι έγκλειστες, που θεωρούνται περιττές και οι ΑΜΕΑ δεν έχουν δικαίωμα να μιλάνε για αυτοδιάθεση. Αναγνωρίζοντας τις πολλαπλές εκφάνσεις της πατριαρχίας που αλληλοεπιδρούν εντός ενός συστήματος που βασίζεται στις εξουσιαστικές σχέσεις και ιεραρχεί το κέρδος πάνω από τις ζωές μας, κατανοούμε ότι η γυναικεία χειραφέτηση μπορεί να επέλθει μόνο μέσω του συνολικού κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο αντι-πατριαρχικός αγώνας πρέπει να είναι ένας αγώνας που αφορά τη διάλυση των έμφυλων διακρίσεων και ταυτόχρονα να πάει και χέρι χέρι με τον αγώνα ενάντια στο σύστημα που τις θρέφει και θρέφεται μέσω αυτών. Να συμπεριλάβουμε τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχία στον συνολικό αγώνα ενάντια σε κράτος και κεφάλαιο. Να οργανωθούμε στους χώρους εργασίας μας και σε κάθε κοινωνικό πεδίο ενάντια στην εργασιακή εκμετάλλευση και τις έμφυλες και ταξικές διακρίσεις. Να μπούμε στα σωματεία μας και να θέσουμε ως προτεραιότητα και τις δικές μας ανάγκες ως γυναίκες και εργαζόμενες. Να διεκδικήσουμε τη ζωή μας κόντρα στη συνολική υποβάθμιση της ποιότητάς της. Να στήσουμε τα δικά μας δίκτυα αλληλεγγύης και δομές αλληλοβοήθειας ενάντια στην έμφυλη βία και όσους τη συγκαλύπτουν. Να βρεθούμε στους δρόμους του αγώνα για την ταξική απελευθέρωση και τη γυναικεία χειραφέτηση.

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑΣ

ΕΝΕΡΓΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΚΑΙ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΣΤΑ ΣΩΜΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΕΜΦΥΛΗ ΒΙΑ, ΠΟΤΕ ΚΑΜΙΑ ΜΟΝΗ

ΑΝΤΙ-ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ, ΑΝΤΙ-ΚΡΑΤΙΚΟΣ, ΑΝΤΙ-ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΙΣΟΤΗΤΑΣ, ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΝ ΤΡΙΤΗ 8 ΜΑΡΤΗ
:
ΑΘΗΝΑ: ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ ΤΙΣ ΑΠΕΡΓΙΑΚΕΣ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, 13:00, ΠΛ. ΚΛΑΥΘΜΩΝΟΣ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΙΣ 18:00, ΠΛ.ΚΛΑΥΘΜΩΝΟΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: 19:00, ΑΓΑΛΜΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
ΠΑΤΡΑ: 18:00, ΠΛ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ: 19:00, ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ

Κατάληψη Παλιού Νεκροτομείου (Αλεξ/πολη) | Πέλοτο, στον δρόμο για την αναρχία και τον κουμμουνισμό (Ξάνθη, Αλεξ/πολη) | Αναρχική ομάδα «δυσήνιος ίππος» (Πάτρα)| Ταξική Αντεπίθεση, ομάδα αναρχικών & κομμουνιστ(ρι)ων (Αθήνα, Θεσσ/νίκη)

25η ΝΟΕΜΒΡΗ: ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΦΥΛΗ ΒΙΑ, ΟΛΕΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Κοινή ανακοίνωση συλλογικοτήτων και καλέσματα στις κινητοποιήσεις για την 25η  Νοέμβρη. Μπορείς να κατεβάσεις την ανακοίνωση μορφή pdf από εδώ.

25 ΝΟΕΜΒΡΗ: ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΦΥΛΗ ΒΙΑ,  ΟΛΟΙ ΚΑΙ ΟΛΕΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ 

«H αιτία (σ.σ. της καταπίεσης) έγκειται στο σύστημα ανισότητας της ατομικής ιδιοκτησίας, στο κράτος και την εκκλησία, στο σύστημα που νομιμοποιεί την κλοπή, τη δολοφονία και την κακοποίηση των αθώων γυναικών και των ανήμπορων παιδιών».
                                                                                                           Emma Goldman 

Το τελευταίο διάστημα και με το ξέσπασμα της πανδημίας του covid-19 έρχονται καθημερινά στο φως δεκάδες περιστατικά έμφυλης βίας και γυναικοκτονιών σε καθημερινή βάση. Τα περιστατικά αυτά δεν είναι ούτε τυχαία ούτε μεμονωμένα. Τουναντίον αποτελούν μόνο τα πρόσφατα κραυγαλέα παραδείγματα κανονικοποίησης της βίας κατά των γυναικών εντός του κρατικού, καπιταλιστικού και πατριαρχικού κόσμου. Δεν είναι τίποτα άλλο από το αποτέλεσμα της ολοένα και μεγαλύτερης διείσδυσης της πατριαρχίας, της εξουσιαστικής επιβολής και της υποτίμησης των γυναικών στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, στους χώρους εργασίας, στο σπίτι, στο σχολείο, στο δρόμο.  

Από τις καταγγελίες μεταναστριών στο ΠΡΟ.ΚΕ.Κ.Α. στην Πέτρου Ράλλη για σεξουαλικές παρενοχλήσεις από μπάτσους, τον βιασμό και ξυλοδαρμό της καθαρίστριας εργάτριας στα Πετράλωνα, την συστηματική κακοποίηση και εκπόρνευση 18χρονης από τον πατέρα της και έπειτα από μπάτσο στην Ηλιούπολη μέχρι τις 13 γυναικοκτονίες που μετράμε εντός του 2021, της Βιολέτ στα Χανιά, της Ελένης στην Θεσσαλονίκη, της Βασιλικής στα Μεσκλά, της Κωνσταντίνας στη Μακρινίτσα, της Καρολάιν στα Γλυκά Νερά, της Ελένης στην Αγία Βαρβάρα, της Γαρυφαλλιάς στην Φολέγανδρο, της Ανίσα στη Δάφνη, της Σταυρούλας στο Ρέθυμνο, της Μαρίας στη Λάρισα, της 75χρονης στην Αργολίδα, της Δώρας στη Ρόδο, της Νεκταρίας στην Ιεράπετρα τα περιστατικά που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας είναι δεκάδες και καταδεικνύουν το δολοφονικό πρόσωπο της πατριαρχίας. 

Εδώ και ενάμιση χρόνο παρακολουθούμε ένα καλά ενορχηστρωμένο σχέδιο έντασης της έμφυλης βίας με πρωταγωνιστές το κράτος, τους θεσμούς και τα ΜΜΕ, σε αγαστή συνεργασία. O υποχρεωτικός εγκλεισμός στο σπίτι την περίοδο του lockdown που καταδίκασε χιλιάδες γυναίκες και παιδιά που ζουν σε συνθήκες βίας να συνυπάρχουν διαρκώς με τους κακοποιητές, ακόμα και με τους δολοφόνους τους και η ψήφιση του νόμου για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια που παρέχει θεσμική κάλυψη στους εκβιασμούς των κακοποιητικών πατεράδων, έκαναν ξεκάθαρες τις προθέσεις του κράτους απέναντι στις γυναίκες-θύματα ενδοοικογενειακής βίας.  

Για το ελληνικό κράτος και την ακροδεξιά πολιτική του διαχείριση η προσέγγιση του ζητήματος συνοψίζεται στο τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Έτσι, όταν δεν συγκαλύπτει παιδοβιαστές, πηγαίνει χέρι-χέρι με όλα τα κατακάθια της κοινωνίας, παπάδες, νταβατζήδες και φασίστες διαμορφώνοντας το θεσμικό πλαίσιο για την επέλαση της επίθεσης σε βάρος των γυναικών, για την όξυνσης της γυναικείας εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Δεν είναι δυνατόν να ξεχάσουμε την υπόθεση Γεωργιάδη και Λιγνάδη, τις δηλώσεις υποστήριξης προς τους κακοποιητές πατέρες του βουλευτή Λοβέρδου από το βήμα της βουλής ή τις -σε απευθείας μετάδοση- συμβουλές προς γυναικοκτόνους του συνδικαλιστή των μπάτσων, Μπαλάσκα. Επιπρόσθετα, η ένταση της έμφυλης βίας της αστυνομίας με τα δεκάδες περιστατικά εμπλοκής μπάτσων σε κυκλώματα εμπορίας γυναικών, τα πολυάριθμα αδιερεύνητα περιστατικά καταγγελιών, οι βιασμοί και οι παρενοχλήσεις σε βάρος μεταναστριών στα σύνορα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, διευρύνουν ολοένα και περισσότερο αυτή την ασφυκτική συνθήκη σε βάρος των γυναικών. Κι όταν τα πράγματα οδηγηθούν με κάποιο τρόπο ενώπιον της αστικής δικαιοσύνης, τότε αυτή έρχεται με τη σειρά της να αθωώσει ή να δώσει ελαφρυντικά στους γυναικοκτόνους και τους βιαστές και να καταδικάσει τις γυναίκες που αμύνθηκαν υπερασπιζόμενες τη ζωή τους και προστατεύοντας τα παιδιά τους. 

Παράλληλα, η συνολική κρίση του συστήματος, η οποία επιταχύνθηκε ακόμα περισσότερο εξαιτίας της πανδημίας, έχει ως αποτέλεσμα την όξυνση της έμφυλης καταπίεσης καθώς η πατριαρχία αποτελεί θεμέλιο λίθο του κόσμου της εξουσίας και βασικό στοιχείο κοινωνικής αναπαραγωγής του. Όσο βαθαίνει η κρίση, τόσο περισσότερο αναπαράγεται και ριζώνει στο κοινωνικό σύνολο η πατριαρχία προκειμένου αφενός να καθυποτάξει ακόμα περισσότερο τις γυναίκες και αφετέρου να κατακερματίσει της αντιστάσεις, να αποπροσανατολίσει από τον πραγματικό υπαίτιο της εξαθλίωσης, που είναι το ίδιο το σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης, το κράτος και το κεφάλαιο και να καλλιεργήσει τον κοινωνικό κανιβαλισμό, στρέφοντας τη βία στο εσωτερικό της εκμεταλλευόμενης τάξης και ακόμα πιο πολύ εναντίον των γυναικών της κοινωνικής βάσης, του πλέον υποτιμημένου και εκμεταλλευόμενου κομματιού της κοινωνίας. Η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων που συνιστά –μεταξύ των άλλων- ακόμα μεγαλύτερη υποτίμηση της θέσης της γυναίκας στην εργασία και η ολοένα και εντεινόμενη βία και εκμετάλλευση, κυρίως μέσω των κυκλωμάτων trafficking, σε βάρος των περιθωριποιημένων γυναικών, των τοξικοεξαρτημένων, των μεταναστριών και των προσφύγων συμβάλλουν στην επίταση της ταξικής καταπίεσης των γυναικών. Μια συνθήκη που αναμένεται να διογκωθεί όσο η συνολική χρεοκοπία του συστήματος σε κάθε πεδίο αφήνει ανεξίτηλο το αποτύπωμα της στο κοινωνικό πεδίο διαμορφώνοντας συνθήκες ακραίας σήψης και παρακμής. 

Η 25η Νοέμβρη αποτελεί μια, καθεστωτικά καθιερωμένη από τον ΟΗΕ, ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών -δήθεν- τιμώντας τις τρεις αγωνίστριες αδερφές Μιραμπαλ, οι οποίες το 1991, βασανίστηκαν, ξυλοκοπήθηκαν και στραγγαλίστηκαν μέχρι θανάτου, κατ’ εντολή του δικτάτορα Τρουχίγιο στη Δομινικανή Δημοκρατία. Το επίσημο κράτος και ο «θεσμικός φεμινισμός» θα βρουν ξανά την ευκαιρία να υποσχεθούν θέσεις εξουσίας και κύρους, προοπτική κοινωνικής ανέλιξης για τις γυναίκες και στην καλύτερη περίπτωση θα εγκαινιάσουν κανέναν ξενώνα κακοποιημένων γυναικών για να έχουν άλλοθι στην αναπαραγωγή της γυναικείας καταπίεσης στην οποία συμβάλλουν καθημερινά.  

Από την πλευρά μας, (οι αγωνιζόμενες και οι αγωνιζόμενοι,) αντιλαμβανόμαστε πως ο αγώνας ενάντια στην πατριαρχία και την έμφυλη βία οφείλει να μην διεκδικεί απλά ισότιμη θέση με τους άντρες στην καταπίεση, σε ρόλους καταπιεστών ή καταπιεζόμενων, αλλά να είναι συνολικός, να είναι αντικαπιταλιστικός και αντικρατικός, καταδεικνύοντας ξεκάθαρα τους βασικούς υπαίτιους για την καλλιέργεια της βίας, του μίσους και του θανάτου σε βάρος των γυναικών της τάξης μας.  

Σε κάθε περίπτωση, ο αγώνας μας είναι καθημερινός, ωστόσο η συλλογική μνήμη και η διατήρησή της στο σήμερα είναι διαρκές ζητούμενο των αγωνιστών και των αγωνιστριών. Για το λόγο αυτό, και την 25η Νοέμβρη και κάθε μέρα οφείλουμε να βρισκόμαστε στους δρόμους με τα δικά μας αιτήματα, για τους δικούς μας αγώνες. Σήμερα πιο επιτακτικά από ποτέ. Μόνο με συλλογικούς, μαζικούς και μαχητικούς αγώνες μπορούμε να δώσουμε ουσιαστικές απαντήσεις και να υψώσουμε ισχυρά αναχώματα στην επέλαση της κρατικής και καπιταλιστικής βαρβαρότητας και της έμφυλης βίας. Να δημιουργήσουμε δομές προστασίας και στήριξης των γυναικών που βιώνουν τις πτυχές της έμφυλης βίας στο δρόμο, στη δουλειά, στο σπίτι προκειμένου να ξεπεράσουν τα βιώματα τους και όλοι και όλες μαζί να βγούμε στο δρόμο και να φωνάξουμε για όλα τα θύματα της πατριαρχίας, για κάθε γυναίκα της εργατικής τάξης που κακοποιήθηκε ή δολοφονήθηκε, να βγούμε στο δρόμο ενάντια σε ένα σύστημα που γεννά τους γυναικοκτόνους και τους βιαστές. Ο αγώνας ενάντια στην πατριαρχία και την έμφυλη καταπίεση αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση, για την ανατροπή του κρατικού-καπιταλιστικού συστήματος και την οικοδόμηση ενός κόσμου ελευθερίας, δικαιοσύνης και ισότητας. 

 ΜΠΛΟΚΟ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΜΦΥΛΗ ΒΙΑ 

ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ 

 Αθήνα: πλατεία Κλαυθμώνος, 18:00 

Θεσσαλονίκη: Στηρίζουμε την κινητοποίηση στο Άγαλμα Βενιζέλου, 18:00 

Πάτρα: πλατεία Γεωργίου, 18:00 (στηρίζουμε το μπλοκ της «ανοιχτής συνέλευσης αγώνα ενάντια στην έμφυλη βία») 

Ξάνθη: πλατεία Αντίκα, 17:30 (στηρίζουμε το κάλεσμα από  «συντρόφισσες ενάντια στην έμφυλη βία») 

Αλεξανδρούπολη: Αναγνωστήριο, 19:00 

Ταξική Αντεπίθεση, ομάδα αναρχικών και κομμουνιστών (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) | Πέλοτο, στο δρόμο για την αναρχία και τον κομμουνισμό (Ξάνθη) | Κατάληψη Παλιού Νεκροτομείου (Αλεξανδρούπολη) | αναρχική ομάδα “δυσήνιος ίππος” (Πάτρα)