Category Archives: ΚΕΙΜΕΝΑ

Τα κείμενα της πολιτικής οργάνωσης “Πέλοτο”

Τα στρατοπεδα συγκεντρωσης μεταναστων εργατων ως πτυχη του ολοκληρωτισμου της εργασιας

Προκήρυξη, που τυπώθηκε συνολικά σε 1100 κομμάτια και μοιράστηκε σε διάφορες φάσεις στην πόλη της Ξάνθης.
Μπορείς να την κατεβάσεις σε μορφή pdf από εδώ ή να τη διαβάσεις παρακάτω

 

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ως πτυχή του ολοκληρωτισμού της εργασίας

«Είμαι ενθουσιασμένος με τους αλβανούς! Πρόκειται φυσικά για παράνομη εργασία, αλλά αυτό αποτελεί προϋπόθεση για να μπορούν να προσφέρουν την εργασία τους, σε χαμηλή τιμή. Δεν επιθυμούμε να τους εμποδίσουμε να έρχονται, αλλά ακόμη και να το επιθυμούσαμε δεν θα μπορούσαμε»

Στέφανος Μάνος, υπουργός εθνικής Οικονομίας, 1992

«Όταν έχεις 2 στατιστικά στοιχεία, ακλόνητα, ποιοι σου παροξύνουν το φαινόμενο του AIDS, αυτοί που στο μεταφέρουν επειδή το έχουν όταν έρχονται στην Ελλάδα από χώρες του τρίτου κόσμου και οι ναρκομανείς. Έχεις 2 πηγές. Αν δεν κλείσει η πόρτα της χώρας σε συνεργασία και με την υπόλοιπη Ευρώπη-γιατί δεν μπορούμε να την κλείσουμε μόνοι μας- δεν θα το περιορίσουμε το φαινόμενο»

Αντρέας Λοβέρδος, υπουργός Υγείας, 2012

«Η χώρα χάνεται. Από την κάθοδο των Δωριέων, 4000 χρόνια πριν, ουδέποτε η χώρα δε δέχτηκε τόσο μεγάλης έκτασης εισβολή[…]. Πρόκειται για βόμβα στα θεμέλια της κοινωνίας και του κράτους. Η επίλυση του μεταναστευτικού είναι πρόκληση εθνικού μεγέθους. Είμαστε στα όρια της κατάρρευσης. Αν δεν δημιουργήσουμε ένα συνολικό δίκτυο διαχείρισης της παράνομης μετανάστευσης, θα καταρρεύσουμε. Κινδυνεύουμε με πλήρη αλλοίωση της κοινωνίας, το μεταναστευτικό ίσως είναι μεγαλύτερο πρόβλημα και από το οικονομικό»

Νίκος Δένδιας, υπουργός Δημόσιας Τάξης, 2012

 

Αυτό που τα μίντια και κατ’ επέκταση εμείς αποκαλούμε στην καθημερινότητά μας Κέντρα Κράτησης Μεταναστών, είναι στην ουσία τους Στρατόπεδα Συγκέντρωσης. Και αυτά τα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν μπορούν να ιδωθούν ξεκομμένα από την πολιτική που ακολουθεί ένα κράτος. Είναι ένα τεχνικό ζήτημα, μιας κεντρικής πολιτικής απόφασης, για το ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος (υλικός και ιδεολογικός) των μεταναστών σε μια χώρα, τι συμφέροντα και πώς μπορεί να τα εξυπηρετήσει η εργασία τους, η παροχή ή μη συγκεκριμένων δικαιωμάτων, καθώς και η διαχείρισή τους ως μια μάζα εργατών.

Κι ακριβώς επειδή τα χαρακτηριστικά των Στρατοπέδων Συγκέντρωσης ακολουθούν τις κεντρικές αποφάσεις, έχει νόημα να τα αντιλαμβανόμαστε πάντα στο πλαίσιο των δεδομένων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που λαμβάνουν χώρα. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που οι δηλώσεις των εκπροσώπων του αστικού κράτους διαφοροποιούνται τόσο πολύ για το ίδιο ζήτημα μέσα σε μια δεκαετία. Τα πράγματα αλλάζουν, η κρίση βαθαίνει, η Ευρώπη παίρνει θέση μάχης και σε αυτό το νέο πλαίσιο η εκμετάλλευση των μεταναστών –και μαζί με αυτούς και η εκμετάλλευση όλου του νεοπρολεταριάτου- παίρνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ένταση. Σε τι όμως εξυπηρετούν τα Στρατόπεδα Συγκέντρωσης σήμερα και πού αποσκοπούν όσοι τα συντηρούν και τα υπερασπίζονται; Και κυρίως, ποιος είναι ο δικός μας ρόλος για να αντιπαλέψουμε τους μίζερους και θολούς διαχωρισμούς που μας επιβάλλονται;

 

χρήση υλική
στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ζουν απλήρωτοι εργάτες!
(ο ρόλος των στρατοπέδων συγκέντρωσης στην εθνική μας οικονομία)

Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελούν άλλο ένα εργαλείο στα χέρια των αφεντικών για την επίτευξη του βασικού τους σκοπού: την αύξηση της κερδοφορίας τους από την εργασία των προλετάριων. Ένα ακόμα όπλο στη φαρέτρα της αντίπαλης τάξης, μέσα στον ταξικό πόλεμο.

Στην εποχή της καπιταλιστικής κρίσης, η επιτυχία των ολοένα και μεγαλύτερων κερδών (ή καλύτερα, η διατήρηση των απαιτούμενων επιπέδων κερδών, ώστε να μη «βαρέσουν κανόνι» διάφορες επιχειρήσεις και ταυτόχρονα εθνικές οικονομίες) γίνεται –κυρίως- με τη συμπίεση της αξίας της ζωντανής εργασίας. Όσο πιο τζάμπα δουλεύουν οι εργάτες, τόσο πιο καλά για το –απόλυτα κυρίαρχο- σχέδιο των αφεντικών και των κρατών τους για το ξεπέρασμα της κρίσης. Και για να το πούμε καλύτερα: όχι για το ξεπέρασμα, αλλά για το «σπρώξιμο» του «μεγαλύτερου μπαμ» όλο και πιο μετά. Και αν εμείς, το νεοπρολεταριάτο αυτού του κόσμου, δεν οργανώσουμε τη δικιά μας πολιτική ατζέντα για το πώς θα εκμεταλλευτούμε την καπιταλιστική κρίση προς όφελος των δικών μας ταξικών συμφερόντων, τότε αυτό το μπαμ θα σκάσει στα δικά μας τα κεφάλι και όχι στα κεφάλια των αφεντικών μας.

Η παραγωγή υπεραξίας για τα αφεντικά μας μέσω της εργασίας μας είναι ο κεντρικός πυλώνας οργάνωσης του καπιταλισμού. Η παραγωγή της υπεραξίας από την εργασία μας μπορεί να είναι είτε άμεση είτε έμμεση. Ας πούμε, ένας εργάτης που δούλευε στην κατασκευή των ολυμπιακών έργων πριν το 2004, παρήγαγε π.χ. 200€ συνολικά και έπαιρνε 50. Τα υπόλοιπα (μείον τους φόρους που πάνε στο κράτος) τα τσεπώνει ο εργολάβος του έργου και αφεντικό του εργάτη.

Ένας άλλος που είναι άνεργος και δε δουλεύει όλο τον τελευταίο χρόνο είναι: α. κοινωνική μάζα με –άμεσο- μισθό μηδέν (0), β. φόβητρο για τον εργαζόμενο εργάτη, ο οποίος φοβάται μην βρεθεί στη θέση του και γ. κοινωνικό δυναμικό που μπορεί -υπό δεδομένη ιδεολογική επικυριαρχία της αστικής τάξης- να απαιτεί να ενταχθεί στην εργασία με μισθό μικρότερο από αυτόν που παίρνουν οι ήδη εργαζόμενοι. Πέρα από τα παραπάνω, ο άνεργος εργάτης συμμετέχει στην κοινωνική αναπαραγωγή όπως ακριβώς και ο εργαζόμενος εργάτης. Έχει κοινωνικές σχέσεις και κοινωνικές υποχρεώσεις, καταναλώνει, αναπαράγει ιδεολογία. Αλλά δεν πληρώνεται! Και γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή ο καπιταλισμός χρειάζεται λιγότερους εργάτες από όσους υπάρχουν! Και αυτούς που δεν χρησιμοποιεί μια δεδομένη στιγμή, τους πληρώνει τα ελάχιστα. Και έτσι τα αφεντικά αυξάνουν το ποσό απόσπασης υπεραξίας, συνολικά, από το νεοπρολεταριάτο. Αντιλαμβανόμαστε τα συμφέροντα του νεοπρολεταριάτου με ενιαίο τρόπο. Και βλέπουμε αυτά τα συμφέροντα –τα συμφέροντα των δημιουργών του πλούτου αυτού του κόσμου- ως εχθρικά απέναντι στα συμφέροντα των αφεντικών. Με τον ίδιο τρόπο αντιλαμβανόμαστε και την άγρια εκμετάλλευση που υφίσταται η τάξη μας. Δεν είμαστε ο καθένας και η καθεμία μόνος του και μόνη της απέναντι στα αφεντικά μας, σε πείσμα της προπαγάνδας τους, η οποία μας λέει ότι έτσι πρέπει να συμβαίνει. Η υπεραξία που κλέβεται από την εργασία μας, κλέβεται συνολικά από το νεοπρολεταριάτο. Είτε είμαστε εργαζόμενοι, είτε είμαστε άνεργοι για κάποιο διάστημα, είμαστε η σύγχρονη εργατική τάξη. Και το ότι υπάρχουν σε κάθε δεδομένη στιγμή περισσότεροι ή λιγότεροι άνεργοι, αυτό είναι ανάγκη του καπιταλισμού, είναι ανάγκη των αφεντικών, όχι δική μας. Τα λεφτά που μας κλέβουν, τα κλέβουν από την κοινή, συλλογική τσέπη του νεοπρολεταριάτου. Το να πληρώνουν λοιπόν τα αφεντικά τα ελάχιστα σε κάποιους από μας, οι οποίοι σήμερα είναι άνεργοι, επειδή ο καπιταλισμός τους απαιτεί να υπάρχουν περισσότεροι ή λιγότεροι άνεργοι για να δουλέψει, το κάνουν ίσα-ίσα για να μπορούμε να αναπαραγόμαστε ως τάξη. Και αν κάποιοι σήμερα πληρώνονται τα ελάχιστα για να ζουν, επειδή είναι υποχρεωτικό να υπάρχει ένας αριθμός ανέργων, αυτό σημαίνει ότι τα αφεντικά καρπώνονται μεγαλύτερο κομμάτι του πλούτου που εμείς, συλλογικά ως νεοπρολεταριάτο, παράγουμε.

Αυτή είναι και η λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης όσον αφορά τον οικονομικό ρόλο τους σήμερα, στον καπιταλιστικό ολοκληρωτισμό της κρίσης. Εκεί μέσα ζουν απλήρωτοι εργάτες! Ακριβώς αντίθετα από τις εθνικιστικές αφηγήσεις που μας πετάνε ανοησίες του τύπου «τρώνε και κοιμούνται τζάμπα». Και όσο οι μετανάστες εργάτες είναι απλήρωτοι, τόσο περισσότερο κερδίζουν τα αφεντικά από την εργασία μας.

Τους εργάτες που κλείνει το κράτος εκεί μέσα, ο ελληνικός καπιταλισμός δεν χρειάζεται να τους στεγάσει με κάποιο άλλο πιο κοστοβόρο τρόπο, δε χρειάζεται να τους ντύσει, να τους περιθάλψει, να τους βρει τι να κάνουν κλπ. Τους μαντρώνει μέσα, δίνει τα ελάχιστα για τις ανάγκες τους και βλέπουμε. Θα μπορούσε να μας απαντήσει κάποιος: «και πάλι το κράτος ξοδεύει κάποια λεφτά». Ναι. Αλλά τα αφεντικά γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να πνίξουν όλους τους μετανάστες στο αιγαίο ή να τους ανατινάξουν όλους στον Έβρο. Κάποιοι θα περάσουν. Και το πιο φτηνό είναι να τους μαντρώνει μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και να στήνει μικρές ή μεγάλες τοπικές μπίζνες, ώστε να εξασφαλίζει και την απαραίτητη κοινωνική συναίνεση.

Το να είσαι άνθρωπος χωρίς χαρτιά στην ελλάδα, πολύ πιθανόν να σε οδηγήσει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μετά από μια «επιχείρηση-σκούπα» της αστυνομίας ας πούμε. Και το να βρίσκεσαι φυλακή επειδή είσαι αυτό που είσαι, σε κάνει «παράνομη», «αόρατη», «ανύπαρκτη» φιγούρα. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης κάνει το μετανάστη φοβισμένο απέναντι στο κράτος, απέναντι στους μπάτσους, απέναντι στο νόμο. Δεν μπορεί να οργανωθεί, να διεκδικήσει, γιατί δεν υπάρχει ως εργατική φιγούρα για την αστική ιδεολογία που σήμερα είναι κυρίαρχη στην κοινωνία. Κι έτσι λοιπόν ο μετανάστης υποχρεώνεται να δουλεύει για φραγκοδίφραγκα. Να λοιπόν ακόμα ένας τρόπος (και ο πιο βασικός) με τον οποίο τα αφεντικά κερδίζουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Το να είναι ο μετανάστης έτσι κι αλλιώς παράνομος (και φοβισμένος απέναντι στο νόμο), τον κάνει το καλύτερο δυναμικό για τη μαύρη οικονομία. Εκεί που βασιλεύει αποκλειστικά ο νόμος του ισχυρού, εκεί που δεν υπάρχει δράμι εργατικών νομοθεσιών, εκεί που οι εντολές του αφεντικού είναι συχνά ζήτημα ζωής ή θανάτου, εκεί που η απόσπαση υπεραξίας πιάνει ταβάνι. Αντίθετα από το παραμύθι που μας πουλάνε τα μίντια, η μαύρη οικονομία δεν είναι εχθρός του κράτους, αλλά ένα κομμάτι του κάθε εθνικού καπιταλισμού. Δεν είναι η μαύρη οικονομία “παράνομος καπιταλισμός”, αλλά το κομμάτι εκείνο της εθνικής οικονομίας, όπου οι παράνομοι εργάτες βρίσκουν (για τα συμφέροντα των αφεντικών) την καλύτερη θέση τους. Ό,τι σκατά χρειάζεται ο καπιταλισμός εν ελλάδι… σχεδόν τζάμπα… με τελείως αναλώσιμα υλικά. Τους πολιτικά(!) ανύπαρκτους μετανάστες.

 

αλλά και ιδεολογική
ο πόλεμος δεν είναι εικόνα στις ειδήσεις
ούτε και οι προλεταριακές εξεγέρσεις

Οι δυτικοί καπιταλισμοί, μέσα στην εποχή βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, προς το παρόν λύνουν τις μεταξύ τους αντιθέσεις με περιφερειακούς πολέμους και όχι με κεντρικούς. Βαθιά κρίση υπάρχει, τα κέρδη παίρνουν τον κατήφορο, καινούρια γη δεν υπάρχει να ανακαλυφθεί, ούτε παρθένες αγορές να επεκταθούν οι δυτικοί καπιταλισμοί. Οπότε υπάρχουν σκληρά τζαρτζαρίσματα για τις ήδη γνωστές πλουτοπαραγωγικές πηγές, γίνονται τα κουμάντα στον πλανήτη, χωρίζονται στρατόπεδα, ο κάθε εθνικός καπιταλισμός και οι ολοκληρώσεις στις οποίες συμμετέχει μαζεύουν στρατιωτική δύναμη. Αλλά όλ’ αυτά είτε δημιουργούν είτε οξύνουν τις ανυπόφορες συνθήκες διαβίωσης σε πολλά σημεία του πλανήτη. Τόσο η αφρική (μόνιμα σκουπιδοτενεκές των δυτικών λευκών), αλλά και η μέση ανατολή, έχουν μετατραπεί σε πραγματικά πεδία βολής, βαθιάς ανθρωπιστικής κρίσης και πολιτικής επιβολής. Φυσικό και επόμενο είναι να υπάρχουν κύματα μετανάστευσης και προσφυγιάς προς τα πιο πλούσια μέρη του πλανήτη. Δηλαδή δυτικότερα. Εκεί που ζουν οι λευκοί χριστιανοί και τα κράτη τους.

Το νεοπρολεταριάτο στη χώρα μας (αλλά μάλλον και στο υπόλοιπο του δυτικού κόσμου) «υποφέρει» από διαχωρισμούς. Λευκοί και σκουρόχρωμοι, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, νόμιμοι και παράνομοι και πολλοί άλλοι. Πάντως με βάση τους τρεις αυτούς διαχωρισμούς μπορούμε να χωρίσουμε δυο ομάδες: λευκοί, χριστιανοί και νόμιμοι εργάτες, εναντίον σκουρόχρωμων, μουσουλμάνων και παράνομων εργατών, προερχόμενων από την ασία και την αφρική. Ε λοιπόν, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπως τα γνωρίζουμε στην ελλάδα και την ευρώπη προορίζονται για τους δεύτερους.[1]

Η αλήθεια είναι ότι από το 2008 και μετά η καπιταλιστική κρίση έχει βαθύνει τόσο πολύ, που τα πράγματα είναι ζόρικα για τους ίδιους τους λευκούς, χριστιανούς και νόμιμους υπηκόους της ευρώπης. Με την ταξική ήττα (για μας τους νεοπρολετάριους) που διέπει τις κοινωνίες μας, τα αφεντικά έχουν επιτύχει απόλυτα όσον αφορά στον τρόπο διαχείρισης της κρίσης. Μετέφεραν τις συνέπειες που έπρεπε να λουστούν αυτοί στη δικιά μας την πλάτη και τελικά οι δουλειές είναι λίγες και τα λεφτά λιγότερα. Και οι όλο και περισσότεροι εργάτες που υπάρχουν στις κοινωνίες της δύσης; Γιατί εκτός από το ότι οι μικροεπιχειρηματίες και τα μικροαφεντικά λιγοστεύουν και «εκπίπτουν» σε εργάτες υπάρχει και όλος αυτός ο πληθυσμός που έρχεται από τα ανατολικά και τα νότια. Μα πιο πριν είπαμε ότι δεν παίζουν δουλειές!

Ε, εντάξει, λένε τα αφεντικά. Να τους δέρνουμε, να κάθονται ήσυχοι. Να τους ταΐζουμε ψέματα από την τηλεόραση και από άλλες χίλιες δυο μεριές. Τα αναπαράγουν και αυτοί ακόμα καλύτερα. Αλλά και πάλι δεν είναι σίγουρο. Θα αλωνίζουν όλοι στο κέντρο της Αθήνας και άλλων πόλεων ψάχνοντας για ανύπαρκτες δουλειές; Ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει τελικά; Τα μικρο-αλληλοφαγώματα μπορεί να μετεξελιχθούν σε μεγάλης κλίμακας κοινωνικό κανιβαλισμό. Ή ακόμα χειρότερα (για τα αφεντικά), να δουλέψει καλά η προπαγάνδα των ριζοσπαστικών μειοψηφιών και το νεοπρολεταριάτο να στραφεί εναντίον των αφεντικών και των υπερασπιστών τους. Προλεταριακές εξεγέρσεις δηλαδή. Είτε με περισσότερο κανιβαλικά χαρακτηριστικά, είτε με εντονότερο το στοιχείο της πολιτικής οργάνωσης του νεοπρολεταριάτου. Όπως και να έχει πάντως τα αφεντικά δε θέλουν τέτοιες καταστάσεις. Θέλουν να «καναλιζάρουν» τα πράματα. Να λοιπόν ακόμα μια λειτουργία του όπλου «στρατόπεδο συγκέντρωσης». Νόμοι, μίντια, μπάτσοι, δικαστές, ναρκωτικά ΚΑΙ στρατόπεδα συγκέντρωσης. Για να είναι το πλεονάζον εργατικό δυναμικό ή ναρκωμένο ή φοβισμένο ή μαντρωμένο ή και όλα μαζί.

Από κει και πέρα, δεν είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σήμερα στρατόπεδα εργασίας για λογαριασμό του κράτους, όπως είναι (ήταν) οι αγροτικές φυλακές ή οι φυλακές στη ρωσία ή οι φυλακές στην ανατολική γερμανία. Δεν ξέρουμε όμως στο μέλλον. Η στρατηγική των αφεντικών έχει πολλούς κατοπτρισμούς. Το πώς θα εκμεταλλευτούν το όπλο «στρατόπεδα συγκέντρωσης» δεν είναι κάτι στάνταρ. Βλέποντας και κάνοντας. Άλλωστε αυτό δείχνει και η συνεχώς μεταβαλλόμενη νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία τους ή το άνοιξε-κλείσε περιφερειακών στρατοπέδων.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν και μιας πρώτης τάξης ιδεολογική νίκη των αφεντικών. Ο διαχωρισμός μεταξύ νόμιμων και παράνομων είναι πιο εμφανής από ποτέ. Οι μετανάστες προλετάριοι είναι εξ ορισμού κάτι άλλο. Είναι φυλακισμένοι, όχι για κάτι που έκαναν, αλλά γι’ αυτό που είναι! Ξεχνάμε όμως οι ανόητοι προλετάριοι! Ξεχνάμε ότι η εξουσία έχει πολλά ποδάρια, πολλές ουρές και πολλά κεφάλια. Και έτσι είμαστε τυφλοί απέναντι στο μέλλον. Αυτό που διαχωρίζουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σήμερα δεν είναι αναγκαστικά αυτό που θα διαχωρίζουν και αύριο!

Όλοι οι επίπλαστοι (για την επαναστατική υπόθεση!) διαχωρισμοί μπαίνουν μπροστά, για να θολώσουν τον βασικό και κυρίαρχο διαχωρισμό: ότι εμείς είμαστε οι εργάτες αυτού του κόσμου και οι άλλοι είναι τα αφεντικά και τα τσιράκια τους. Και έτσι πάει η ταξική πάλη ένα βήμα παραπίσω. Τα αφεντικά προχωρούν ένα ακόμα βήμα μπροστά. Μας κρατούν με ακόμα ένα μέσο αποπροσανατολισμένους.

Ταυτόχρονα εμπεδώνουμε τη στρατιωτική διαχείριση της εργασίας: χρειάζονται πολλούς εργάτες σήμερα τα αφεντικά; Περιορισμένα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για να πάνε οι πάμφθηνοι, αναλώσιμοι εργάτες να σκοτωθούνε στα ολυμπιακά έργα. Αύριο δε χρειάζονται τόσους πολλούς; Μάντρωμα σε κέντρα κράτησης.[2],[3]

Όπως αναλύουμε πιο πάνω, η φυλάκιση και ο εγκλεισμός φέρνουν μαζί τους το διαχωρισμό. Δεν επιβεβαιώνουν απλά και μόνο τον υπάρχοντα φυλετικό/θρησκευτικό διαχωρισμό. Όντας οι μετανάστες εξαφανισμένοι πολιτικά και κοινωνικά από τη γειτονιά, την πλατεία και γενικώς την κοινωνική ζωή στην πόλη, αποκόπτονται από το ντόπιο εργατικό δυναμικό, αδυνατώντας έτσι να συνάψουν δεσμούς με αυτό, να ανακαλύψουν την κοινή ταξική τους θέση, να αναμιχθούν σε ταξικούς αγώνες, να δημιουργήσουν τελικά σχέσεις αλληλεγγύης που ρίχνουν τα τείχη των επίπλαστων διαχωρισμών. Επίσης, έτσι οι μετανάστες δεν γνωρίζουν τις εργασιακές συνθήκες του ντόπιου εργάτη (όντας πολιτικά και κοινωνικά αποκομμένοι). Όταν λοιπόν ο μετανάστης εργάζεται στη λευκή (τύποις νόμιμη) οικονομία, έχει εμπεδωμένη από χίλιες δυο μεριές τη διαφορετικότητά του από τον ντόπιο και τη «φυσικότητα» των διαφορετικών συνθηκών και απολαβών για την ίδια δουλειά. Το ίδιο ισχύει και για τον πολιτικά ανόητο ντόπιο εργάτη, που χαίρεται κιόλας γι’ αυτή τη διαφορετικότητα. Δε βλέπει τα καρφιά που καρφώνονται στο φέρετρό του ένα-ένα.

Και ας το πούμε καθαρά. Πολύ πιθανό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους μετανάστες του σήμερα να είναι και εικόνα από το μέλλον για την ντόπια εργατική δύναμη. Πιθανό και όχι. Θα δούνε τα αφεντικά αυτού του τόπου και θα κρίνουν κάθε φορά τι τους συμφέρει καλύτερα να κάνουν. Θα πάρουν υπόψη τους και τους όποιους οργανωμένους αγώνες επίσης. Πρέπει να βάλουμε καλά στο μυαλό μας ότι ούτε παντοδύναμα είναι τα αφεντικά, ούτε ακριβή και οργανωμένο σχεδιασμό σε βάθος δεκαετίας έχουν. Ειδικά σε τέτοιες συνθήκες, όπου ο πολιτικός χρόνος είναι τρομερά συμπυκνωμένος και οι κοινωνικές/οικονομικές συνθήκες ευμετάβλητες. Πάντως μια πολιτική εκτίμηση σήμερα θα μπορούσε να είναι: σήμερα οι μετανάστες, αύριο και οι ανάπηροι, οι αρνητές της βαρβαρότητας. Γενικά όσοι δεν είναι το κατάλληλο υλικό για τους κατά καιρούς σχεδιασμούς του παγκόσμιου και του κάθε κρατικού καπιταλισμού. Πιο καλλωπισμένα στρατόπεδα για τους δυτικούς, πιο «ανοιχτά» για τους άνεργους, πιο «υγιεινά» για τους ανάπηρους.

Για αυτούς τους λόγους, το μόνο που μπορεί να διεκδικήσει το πολιτικά οργανωμένο νεοπρολεταριάτο και να είναι σύμφωνο με τα συμφέροντά του είναι ένα:

ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΤΩΡΑ ΟΛΑ ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ

Πέλοτο
Ξάνθη, 02.2015

[1] Οι διαχωρισμοί των κοινωνικών ομάδων της υποτελούς τάξης – του νεοπρολεταριάτου, μπορούν να είναι είτε καθαρά προϊόντα της συστημικής προπαγάνδας είτε πραγματικοί. Η οργάνωση κοινωνικών ανταγωνισμών όμως βάσει αυτών αποτελεί ιδεολογική νίκη της αστικής τάξης και βάσει της μεθόδου «διαίρει και βασίλευε», κάνει τη δουλειά της ενάντια στα συμφέροντά μας ευκολότερη.

[2] Στην Ελλάδα θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις φάσεις της κρατικής πολιτικής πάνω στο ζήτημα. Που συνοδεύονται και από διαφορετικούς τύπους κρατικής αντιμετώπισης των μεταναστών. Δεκαετία του ’90 η μία περίοδος. Η δεύτερη, μετά το χτύπημα των δίδυμων πύργων στις ήπα και την έναρξη των «πολέμων κατά της τρομοκρατίας», όπου η μεταναστευτική ροή φτάνει σε πρωτόγνωρα νούμερα, η Ε.Ε διαμορφώνει ένα σκληρό πλαίσιο για τη μετανάστευση (βλ. συνθήκη του Δουβλίνου) και τα μέσα αστυνόμευσης και καταστολής οργανώνονται (Φράχτης στον Έβρο, FRONTEX κ.α.). Στην Ελλάδα αυτή η εποχή συμπίπτει επίσης και με την ολοκλήρωση των ολυμπιακών έργων. Και λόγω συνθηκών λοιπόν, αλλά και λόγω αριθμού, οι μετανάστες περισσεύουν. Τα πρώτα άτυπα κέντρα κράτησης αρχίζουν να δημιουργούνται και να διαδέχονται τα πιο «χαλαρά» κέντρα συγκέντρωσης. Τρίτη περίοδος, μετά το 2010 όπου η εσωτερική διαχείριση της οικονομικής κρίσης έγινε το νούμερο ένα διακύβευμα (κράτος έκτακτης ανάγκης, ρητορεία για ανάγκη «εθνικής σωτηρίας», ανανεωμένοι εσωτερικοί εχθροί). Η ανάγκη -για τον ελληνικό καπιταλισμό- “να ξεμπερδέψουμε με αυτούς” αρχίζει να εμφανίζεται χωρίς οίκτο στο δημόσιο πολιτικό λόγο.

[3] Ταυτόχρονα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης λειτουργούν ως πρώτης τάξεως κέντρα εκπαίδευσης των μηχανισμών καταστολής και αστυνόμευσης. Νέα καθήκοντα για την ελληνική αστυνομία!

Διαδήλωση 17Ν 2014

Το Πέλοτο σχημάτισε μπλοκ και μοίρασε προκήρυξη την οποία μπορείς να κατεβάσεις σε pdf από εδώ ή να τη διαβάσεις παρακάτω.

17n_2_ver2

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

 

ΝΑ ΣΤΗΣΟΥΜΕ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΟ

Στις αρχές του φθινοπώρου και ανοίγοντας ουσιαστικά ένα νέο κύκλο προεκλογικής περιόδου, το
πολιτικό προσωπικό της συγκυβέρνησης, διατυμπάνιζε προς όλες τις μεριές τα μεγαλεπήβολα σχέδια
του, περί εξόδου από τα μνημόνια και απεμπλοκής από το ΔΝΤ. Από την άλλη ο έτερος επίδοξος
διαχειριστής του κράτους, σηκώνοντας το γάντι, δήλωνε δύναμη σταθερότητας και εγγύησης για μια
ελλάδα της αξιοπρέπειας και της αλληλεγγύης. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγες μέρες, το τριήμερο
δηλαδή 14-16 Οκτώβρη, με την κατάρρευση των τιμών των ελληνικών ομολόγων, για να τα
μαζέψουν και να συνεχίσουν σε αυτό που ξέρουν καλύτερα. Από τη μια δηλαδή, στην ένταση του
δόγματος τρομοκρατίας και καταστολής από τη συγκυβέρνηση και από την άλλη στην απεγνωσμένη
προσπάθεια διασφάλισης, από την αντιπολίτευση, της βεβαιότητας προς όλες τις μεριές (εντός και
εκτός συνόρων) ότι το καθεστώς δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από μια ενδεχόμενη κυβέρνηση του
σύριζα.
Και ενώ το κεντρικοπολιτικό σόου συνεχίζεται προσπαθώντας όλοι να μας πείσουν για τις αγνές τους
προθέσεις, η κατασταλτική υστερία κλιμακώνεται. Το κράτος παράλληλα με τα απανωτά
νομοθετήματα που οδηγούν στην εξαθλίωση ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια της κοινωνίας, οξύνει
την επίθεση σε όσους αντιστέκονται και ανάγει την τρομολαγνεία και τον κοινωνικό κανιβαλισμό σε
βασικό εργαλείο παραγωγής πολιτικής.

 

Από τη μια, με την συνεχή αναβάθμιση του αστυνομοστρατιωτικού συμπλέγματος, επιδιώκεται η εξαφάνιση κάθε επιλογής αντίδρασης, η εξάλειψη κάθε εικόνας δυναμικής
κοινωνικής αντίστασης από τις κοινωνικές αναπαραστάσεις. Και κύριος εχθρός σε αυτή
τη μάχη είναι αυτοί που δηλωμένα στέκονται κόντρα στα σχέδια του ελληνικού
καπιταλισμού, αυτοί που με το λόγο και την πράξη τους τάσσονται στην υπηρεσία της
ταξικής πάλης και της κοινωνικής επανάστασης -από όποιο μετερίζι αγώνα επιλέγει ο
καθένας-. Από την ωμή παρέμβαση Κικίλια στην εκδίκαση της αίτησης του Σάββα
Ξηρού, την αντίστοιχη απαγόρευση της τηλεφωνικής παρέμβασης του Νίκου Μαζιώτη
σε εκδήλωση για τον ένοπλο αγώνα, μέχρι και τις συλλήψεις του Πολύκαρπου
Γεωργιάδη και της Στέλλας Αντωνίου -την οποία και βασάνισαν- για υποτιθέμενη
παραβίαση περιοριστικών όρων, ο ολοκληρωτισμός του καπιταλισμού είναι εδώ! Τα
αφεντικά του τόπου αυτή τη στιγμή δε χρειάζονται ούτε Μεταξάδες ούτε
Παπαδόπουλους για να καταλύσουν τους νόμους της αστικής δημοκρατίας. Το αστικό
δίκαιο είναι αποκλειστικά στα χέρια των ισχυρών και εφόσον τα αφεντικά παίζουν μόνα
τους μπάλα στο πεδίο της ταξικής πάλης με αντίπαλο ένα αποπροσανατολισμένο,
ανοργάνωτο και φοβισμένο νεοπρολεταριάτο, διαστέλλουν την ερμηνεία των νόμων
κατά το δοκούν και χωρίς κανένα προκάλυμμα.

Από την άλλη μέσα από τη διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τα αφεντικά και το κράτος τους
καλλιεργούν τον φόβο και την ήττα, και οργανώνουν μια κοινωνία φοβική, που τρέμει να βγει στο
δρόμο, που τρέμει να διεκδικήσει το δικαίωμα της στη ζωή. Μια κοινωνία στην οποία ο φόβος είναι
διάχυτος, διάσπαρτος, και ασαφής, και παραμένει να αιωρείται ελεύθερα και να μας στοιχειώνει όλους.
Με την οριστική αθώωση των δουλεμπόρων της μανωλάδας, τις δολοφονίες των μεταναστών από
κάθε λογής μπάτσους στα σύνορα και τον επ’ αόριστον εγκλεισμό τους στα σύγχρονα νταχάου, με τον
υπό συζήτηση νόμο για ξήλωμα των ήδη στραγγαλισμένων συνδικαλιστικών ελευθεριών -μια και η
διαπραγμάτευση με το καθεστώς είναι πια άχρηστη για τα αφεντικά- το καθεστώς καταδεικνύει ποιο
είναι το δόγμα για τη διαχείριση της εργατικής δύναμης τόσο της ‘νόμιμης’ όσο και της ‘παράνομης’.
Με τους όλο και εντονότερους ταξικούς φραγμούς στο σύστημα υγείας, για να εμπεδώσουμε πως η
αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης δεν είναι πια και τόσο υπόθεση του κράτους. Εργατικό δυναμικό
σ’ αυτό το κράτος έχουμε περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται η φάση του ελληνικού καπιταλισμού σήμερα.
Και η διαχείρισή του δεν είναι ζήτημα μόνο του επίσημου κράτους. Είναι και κομμάτια της ελληνικής
κοινωνίας που κάνουν καλή δουλειά. Ο ολοένα και εντονότερος εκφασισμός της, αυτό το σκοπό έχει.
Να είναι οι ξένοι και ντόπιοι εργάτες πειθαρχημένοι και φοβισμένοι απέναντι στις αποφάσεις του
ελληνικού κεφαλαίου.
Τα ιδιώνυμα των τρομονόμων, οι εκδικητικές συνθήκες ομηρίας, η υλική και ηθική εξόντωση που
επιβάλλουν οι κρατούντες σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, δε στοχεύουν και αφορούν μόνο τους αναρχικούς
υπονοώντας μια εσωτερική κόντρα κράτους-αναρχίας. Είναι τα μέσα που χρησιμοποιούνται εναντίον
όποιων επιλέξουν να παλέψουν για τα συμφέροντα τους κόντρα στον σύγχρονο ολοκληρωτισμό,
κόντρα στο κράτος και στο κεφάλαιο. Η καταστολή και οι διώξεις όμως δεν μπορεί να αποτελούν
άλλοθι αδράνειας ούτε αιτία δηλώσεων νομιμοφροσύνης. Ιστορικά δεν υπήρξε ποτέ περίοδος
που αυτοί που αγωνίζονται να μην βρίσκονται στο στόχαστρο της κρατικής κατασταλτικής
επίθεσης. Ιδιαίτερα σε περιόδους βαθιών συστημικών κρίσεων σαν αυτή που βιώνουμε, η
καταστολή, χωρίς να εννοούμε μόνο την αστυνομία αλλά γενικά το πέρασμα στη διαρκή
κατάσταση εκτάκτου ανάγκης είναι ο στυλοβάτης κάθε απόπειρας να επιβληθούν νέα μέτρα και
νέα μνημόνια. Και επειδή η καταστολή από τη φύση της είναι επεκτατική και όσο δεν συναντάει
αναχώματα προχωρά, η μόνη απάντηση μπορεί να είναι η οργάνωση του νεοπρολεταριάτου με
σκοπό την αναβάθμιση και όξυνση του αγώνα ενάντια στα αφεντικά και τους σχεδιασμούς
τους, ενάντια δηλαδή στη νέα οργάνωση της ελληνικής καπιταλιστικής κοινωνίας, με βάση,
όχημα και πρόσχημα την κρίση. Με σκοπό τη δημιουργία δικιάς μας πολιτικής ατζέντας και με
βάση τα δικά μας συμφέροντα και όχι των αφεντικών.

Το ξέρουμε, μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Με μικρά και σταθερά βήματα, με πίστη στις
δυνάμεις μας και με όπλο τις δικές μας αυτόνομες δομές, με μέσα που επιλέγουμε οι ίδιοι και όχι
με αυτά που μας επιτρέπει κάθε φορά η κυριαρχία, μακριά από ψευδοδιλλήματα περί
νομιμότητας, διαχειριστικές λογικές και εκλογικές αυταπάτες, να οργανώσουμε τη δράση μας
και να αγωνιστούμε κόντρα στο κράτος και στο κεφάλαιο, με κοινωνική δράση και ταξικό
προσανατολισμό.

Πέλοτο,
11.2014

Πανο, τρικακια και προκηρυξη εναντια στην Κυριακατικη εργασια, 07.2014

Κρεμάστηκε πανό στην κεντρική πλατεία, πετάχτηκαν τρικάκια στο κέντρο της πόλης και μοιράστηκε προκήρυξη με αποσπάσματα από αντίστοιχη της αθηναϊκής συλλογικότητας “Συντονιστικό δράσης ενάντια στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας και τα «απελευθερωμένα» ωράρια”, την οποία μπορείς να κατεβάσεις σε pdf από εδώ

DSCF2463 1153

Ανοιχτή συζήτηση στο Xanadu, με τη συλλογικότητα ΣΚυΑ, 31.05.2014, με τίτλο “Ωφελούμενοι Άνεργοι ή Νέοι Εργάτες;”

Το Μάη του 2014 συνδιοργανώθηκε ανοιχτή συζήτηση από τις συλλογικότητες Πέλοτο και Συνέλευση για την Κυκλοφορία των Αγώνων (ΣΚυΑ), στον ανοιχτό κοινωνικό χώρο Xanadu, με θέμα “Ωφελούμενοι Άνεργοι ή Νέοι Εργάτες; – Νέες Μέθοδοι Οργάνωσης της Εργασίας”, στην οποία αποτυπώθηκαν εμπειρίες εργαζομένων σε προγράμματα Κοινής Ωφέλειας και Voucher. Η καλεσμένη συλλογικότητα ΣΚυΑ παρουσίασε τη μπροσούρα της “Workfare:  H συνέχεια της ανεργίας με άλλα μέσα”, την οποία μπορείς να κατεβάσεις σε pdf από εδώ. Το Πέλοτο έκανε πολιτική τοποθέτηση με θέμα “Νέες μέθοδοι οργάνωσης της εργασίας”. Η γραπτή αποτύπωση -η οποία καταγράφηκε σε μεταγενέστερο χρόνο- της προφορικής τοποθέτησης μπορεί να διαβαστεί παρακάτω.

afisa_workfare_green

ekdi2

 

Μπορείς να κατεβάσεις σε μορφή pdf, την γραπτή αποτύπωση της προφορικής τοποθέτησης του Πέλοτο στην ανοιχτή συζήτηση από εδώ ή να τη διαβάσεις παρακάτω (τα κομμάτια του κειμένου που είναι με πλάγια γραφή αποτελούν τμήμα της ιδρυτικής μας διακήρυξης)

 

Νέες Μέθοδοι Οργάνωσης της Εργασίας

Για να λειτουργήσει ο κόσμος απαιτείται εργασία. Για να λειτουργήσει ο κόσμος απαιτείται να υπάρχουν οι άνθρωποι που θα δουλεύουν σε κάθε «αναγκαία» θέση, ώστε να παράγονται τα υλικά αγαθά εκείνα, τα οποία είναι απαραίτητα για τη ζωή και την καθημερινότητα του ανθρώπου. Και σε κάθε εποχή τα αγαθά αυτά διαφέρουν. Σήμερα οι ανάγκες του «δυτικού ανθρώπου» είναι πολλές περισσότερες από αυτές έναν αιώνα πριν. Ψωμί, ρούχα, κινητά τηλέφωνα, τηλεοράσεις, ηλεκτρισμός, απορρυπαντικά, φρούτα, σπίτια από μπετό και η λίστα συνεχίζει σε μεγάλο μάκρος. Από κοντά και οι χιλιάδες υπηρεσίες όπως εκπαίδευση, κρατική γραφειοκρατία, καταστήματα ρούχων και παπουτσιών, τουρισμός, διανομές κάθε είδους, σέρβις αυτοκινήτων και σέρβις, μπαρ και λάντζα για το ποτό σου ή σέρβις του υπολογιστή σου και στήσιμο ιστοσελίδων, πλασάρισμα τάπερ πόρτα-πόρτα και πλασάρισμα τηλεφωνικών συνδέσεων διά τηλεφώνου και τόσες άλλες. Η ζωντανή εργασία εκατομμυρίων ανθρώπων σήμερα στον κόσμο κάνει δυνατή την παραγωγή όλων αυτών των αγαθών, αλλά και τη διεκπεραίωση των αναγκαίων υπηρεσιών για να λειτουργεί ο κόσμος μας σήμερα έτσι όπως λειτουργεί. Και ο καπιταλιστικός κόσμος λειτουργεί γύρω από έναν βασικό άξονα: την παραγωγή κέρδους. Κέρδους για τα κάθε είδους αφεντικά, από τη δουλειά των εργατών που έχουν στη δούλεψή τους άμεσα ή έμμεσα.

Ποιοι και ποιες λοιπόν είναι αυτοί και αυτές που βρίσκονται σε αυτές τις θέσεις; Ποιοι και ποιες στελεχώνουν αυτή τη μηχανή;

 

σε τι κόσμο θα φέρουμε τα παιδιά μας;

Ο καπιταλισμός είναι από τη φύση του ένα σύστημα που στηρίζει την αναπαραγωγή του στις εκμεταλλευτικές σχέσεις. Οι επιπτώσεις αυτής της μόνιμης συνθήκης σε κοινωνικό επίπεδο -όπως και σε οικονομικό, πολιτικό, οικολογικό, πολιτιστικό- ποικίλουν σε ένταση, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής (συνήθως αναφερόμαστε στις κοινωνίες των εθνών-κρατών ως σύνολα), αλλά ποτέ δεν εξαλείφονται. Οι συνέπειες του καπιταλισμού, και των σχέσεων που αυτός παράγει, για την κοινωνική πλειοψηφία σε περίοδο μη κρίσης, ή τουλάχιστον στη φάση που δεν έχει φτάσει ακόμη στην κορύφωσή της, δεν είναι διαφορετικές από ότι όταν εκδηλωθεί. Παραμένουν οι ίδιες επί της ουσίας, απλά οξύνονται απότομα και «ακουμπάνε» περισσότερα κοινωνικά στρώματα.

Δεν είναι βέβαια τόσο το ξέσπασμα της κυοφορούμενης κρίσης που αλλάζει τα μέχρι τότε δεδομένα στην ταξική διαστρωμάτωση, όσο η διαχείριση αυτής από τα αφεντικά. Σίγουρα το κλείσιμο επιχειρήσεων που δεν κερδίζουν πια για τα αφεντικά τους, καθώς και η κρατική πολιτική στο νομοθετικό πεδίο όσον αφορά την εργασία με όρους διαθεσιμότητας, κινητικότητας και απολύσεων υπό την ομπρέλα της εξυγίανσης του δημόσιου τομέα, δημιουργεί αύξηση στους αριθμούς των ανέργων. Σίγουρα αυτή η ανεργία μπορεί να χρησιμοποιηθεί -και χρησιμοποιείται- ως επιπλέον φόβητρο για τους εργάτες από τα αφεντικά.

Η έντονη και με χαρακτηριστικά «νέας μόνιμης κατάστασης» υποτίμηση της εργασίας όμως έρχεται μόνο με την παρέμβαση του κράτους, ως συλλογικού εκφραστή των συμφερόντων των αφεντικών. Ως μέσου διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης. Τα αφεντικά δεν επέλεξαν ένα νέο New Deal, όπου ένα μεγάλο Κράτος-Προστάτης θα αναλάβει την αναστήλωση των εργατών ως καταναλωτών, προκειμένου να μπορέσει ο καπιταλισμός να ξαναμπεί σε τροχιά. Ούτε επέλεξαν το δρόμο του οικονομικού φιλελευθερισμού, όπου όποια επιχείρηση αποτυγχάνει, επιβεβαιώνει το μύθο του επιχειρηματικού ρίσκου των αφεντικών. Οι επιχειρήσεις-πυλώνες του κάθε κρατικού καπιταλισμού στηρίζονται από το ίδιο το κράτος. Και οι υποχρεώσεις της στήριξης μετακυλίονται στους υπηκόους. Δηλαδή τα κέρδη είναι ιδιωτικά, ενώ η χασούρα κοινωνικοποιείται.

Το μοντέλο αυτό επιτυγχάνεται με τη βίαιη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης. Το κράτος ανατρέπει τις ως τώρα συμφωνίες, αλλάζοντας άρδην τη νομοθεσία του, μειώνοντας κατώτατους μισθούς, απελευθερώνοντας απολύσεις, διαλύοντας τις κρατικές δομές αναπαραγωγής του προλεταριάτου (και των άλλων κομματιών της βάσης της κοινωνικής πυραμίδας) και προστασίας-περίθαλψης της εργατικής/αγοραστικής του δύναμης.

 

το σύγχρονο ταξικό υποκείμενο

εμείς οι σύγχρονοι εργάτες αυτού του κόσμου

Για το κεφάλαιο δεν υπάρχει πια η ανάγκη για τον ίδιο αριθμό παραγωγών/καταναλωτών.[1] Δημιουργούνται λοιπόν, από πλευράς κράτους και αφεντικών, οι κοινωνικές εκείνες συνθήκες, στις οποίες η εργατική δύναμη είναι απαξιωμένη και τα κοινωνικά συμβόλαια έχουν σπάσει, ώστε αυτή να είναι πλήρως αναλώσιμη. Και σ’ αυτές τις συνθήκες υπακούουν οι ζωές όλης της βάσης της κοινωνικής πυραμίδας: από τους αόρατους-παράνομους μετανάστες προλετάριους και το λούμπεν προλεταριάτο, έως τα πρώην μισθωτά μικροαστικά στρώματα της διανόησης, που σήμερα προλεταριοποιούνται βίαια. Δημιουργείται πλέον μια μάζα πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, που πιθανόν να χρειαστεί να καταστραφεί για να καταστήσει το υπόλοιπο ανταγωνιστικό.

Διαβλέπουμε πως οι παλιοί διαχωρισμοί αλλάζουν χαρακτήρα και οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στους υποτελείς θαμπώνουν, χωρίς βεβαίως ποτέ να καταργούνται. Η κοινωνική ζωή των υποτελών ομογενοποιείται σε μεγάλο βαθμό και οι ταξικές τους διαφοροποιήσεις επανεξετάζονται. Δημιουργείται έτσι ένα κοινωνικό πεδίο-χωνευτήρι, όπου συνυπάρχουν τόσο τα παραδοσιακά προλεταριακά στρώματα -δηλαδή οι χειρώνακτες εργάτες, οι μετανάστες εργάτες, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, και τα λούμπεν προλεταριακά στοιχεία- όσο και τα πρώην μικροαστικά-μισθωτά στρώματα, που σήμερα προλεταριοποιούνται βίαια, διατηρώντας στις περισσότερες περιπτώσεις τη θέση τους στην παραγωγή -στον τριτογενή τομέα- ως πωλητές της εκπαίδευσης/ειδίκευσης που έχουν. Ταυτόχρονα σ’ αυτήν την κοινωνική μάζα ενυπάρχουν οι νέοι και οι νέες που δεν έχουν ταξική θέση, αλλά έχουν ταξική προέλευση και ταξικό μέλλον -πιθανότατα προλεταριακό-, που σήμερα κινούνται είτε στο τοπίο του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, είτε σε ένα θολό τοπίο ανεργίας / «χτυπάω κάνα μεροκάματο» / προστατευόμενο μέλος της «τυπικής» νεοελληνικής οικογένειας, είτε και στα δύο. Τέλος υπάρχει και ένας μεγάλος όγκος «ξεπεσμένης διανόησης», που ζει μία άτυπη ή τυπικότατη μισθωτή σχέση και ταυτόχρονα, έχοντας εξευτελιστικούς πολλές φορές μισθούς και συνθήκες εργασίας, μπορεί και να ασκεί διευθυντικά καθήκοντα απέναντι στο παραδοσιακό προλεταριάτο. Μιλάμε για τα παιδιά των μικροαστικών ονείρων των προηγούμενων δεκαετιών, που προσγειώθηκαν στην όχι και τόσο μαλακή καθημερινότητα. Ορίζουμε αυτή τη μάζα-συλλογικό υποκείμενο ως νεοπρολεταριάτο. Μέσα από αυτή τη μάζα, από ένα κομμάτι της και όχι από το σύνολό της, το μέγεθος του οποίου εξαρτάται από το βάθεμα της ριζοσπαστικοποίησης προς επαναστατική κατεύθυνση, δύναται να αναπτυχθούν και να υιοθετηθούν επαναστατικές ιδέες και από εκεί -ει δυνατόν- να ξεπηδήσει η επαναστατική προοπτική.

 

τα προγράμματα κατάρτισης

Όλα αυτά δε σημαίνουν προφανώς ότι ο κόσμος δεν χρειάζεται πια την εργασία ανθρώπων για να δουλέψει. Τη χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε. Αλλά η εργασία αυτή ορίζεται μέσα σε ένα πλαίσιο εντονότερης εκμετάλλευσης του εργαζόμενου. Μεγαλύτερης παραγωγής πλούτου από τη σύγχρονη εργατική τάξη, από τον οποίο η ίδια καρπώνεται όλο και μικρότερο κομμάτι. Αυτό ακριβώς σημαίνει «βίαιη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης». Ότι για την ίδια ή και περισσότερη εργασία –την ίδια ή και μεγαλύτερη παραγωγικότητα του εργαζόμενου- αυτός αμείβεται με μικρότερο άμεσο και έμμεσο μισθό.

Τα αφεντικά μας έχουν αρκετά εργαλεία για αυτή τη δουλειά. Το βλέπουμε καλά τα τελευταία χρόνια. Ένα από αυτά τα εργαλεία είναι τα «προγράμματα για ανέργους». Τα κάθε είδους «προγράμματα του ΟΑΕΔ», με τα οποία η τεράστια στρατιά ανέργων που δημιούργησε η διαχείριση της κρίσης από τα αφεντικά καλείται να καλύψει την αναγκαία εργασία για τον καπιταλισμό σήμερα. Για τον ελληνικό καπιταλισμό ακόμα πιο συγκεκριμένα. Και με πολύ φθηνούς εργάτες ακόμα πιο συγκεκριμένα.

«Voucher», «κοινωφελής εργασία» και χίλια δυο άλλα ονόματα που από πίσω κρύβουν την πραγματικότητα του εργάτη χωρίς δικαιώματα και με ελάχιστο μισθό.

 

Το πολιτικό κόλπο (ή αλλιώς το ξεκάθαρο πολιτικό ψέμα) είναι η αντιμετώπιση της ανεργίας. Και ιδιαίτερα της «ανεργίας των νέων». Των πολυσπουδαγμένων νέων των μικροαστικών ονείρων των προηγούμενων δεκαετιών. Και αποδεικνύεται ότι η προσπάθεια «αντιμετώπισης» της ανεργίας από πλευράς του κράτους μπορεί να είναι ο τέλειος δούρειος ίππος για μια εκ βάθρων αναδιάρθρωση στο επίπεδο της οικονομίας, μεταλλάσσοντας τις παραγωγικές σχέσεις και εγκαθιδρύοντας νέες συνθήκες εργασίας.

Οι αλλαγές που γίνονται στην ελλάδα για την «αντιμετώπιση της ανεργίας» είναι μια επίθεση των αφεντικών στη ζωντανή εργασία. Είναι ένα ακόμα εργαλείο στην εργαλειοθήκη του ταξικού εχθρού, που χρησιμοποιείται και αυτό για το συνολικό σκοπό: την προσπέραση της κρίσης από την πλευρά του, με τη μικρότερη δυνατή χασούρα και αντίστοιχα τη μεγαλύτερη δυνατή για εμάς, τους σύγχρονους εργάτες.

 

«Ενεργητική μορφή αντιμετώπισης της ανεργίας»

Η γλώσσα των αφεντικών, η γλώσσα του κράτους τους, η γλώσσα που έχει την επικυριαρχία σήμερα στην κοινωνία. Δεν είναι όμως η γλώσσα των ταξικών μας συμφερόντων. Τα αφεντικά διακηρύττουν το πέρασμα από την «παθητική μορφή αντιμετώπισης της ανεργίας» στην ενεργητική τέτοια. Από τα κανάλια, τα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες τους. Από τους δημοσιογραφίσκους-φερέφωνά τους, από τους νόμους του κράτους τους και τους πολιτικούς-βιτρίνες τους. Τι εννοούν ουσιαστικά; Ότι στο μυαλό τους έχουν -και το δοκιμάζουν εδώ και χρόνια- την αντικατάσταση του επιδόματος ανεργίας με το μπόνους για την αναζήτηση δουλειάς από τον άνεργο. Βασικά για τη γλώσσα των αφεντικών, η λέξη άνεργος είναι «αρχαιούρα». Το «βρίσκομαι σε περίοδο αναζήτησης εργασίας» ταιριάζει καλύτερα στα γούστα τους. Όπως η «χρυσή δεκαετία του Σημίτη» μας έφερε την αντικατάσταση της λέξης «εργαζόμενος» (το «εργάτης» είχε ήδη χάσει τη σημασία του χρόνια πριν) με τη λέξη «απασχολούμενος», η σύγχρονη διαχείριση του καπιταλισμού και της κρίσης του προσπαθεί να απονοηματοδοτήσει και τη λέξη «άνεργος». Με την ίδια ακριβώς λογική, ο καθένας και η καθεμία που ευεργετείται από τα προγράμματα ενεργητικής αντιμετώπισης της ανεργίας ονομάζεται «ωφελούμενος». Για μια ακόμα φορά και σε ένα ακόμα πεδίο, η επίθεση της κυρίαρχης τάξης είναι και υλική και ιδεολογική. Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς άλλωστε. Η συναίνεση του μεγαλύτερου κομματιού της κοινωνίας με το σχεδιασμό των αφεντικών είναι απαιτούμενη για την επίτευξη των σκοπών τους.

 

Και τι σημαίνουν τα Προγράμματα του ΟΑΕΔ;

Τα πρώτα τέτοια προγράμματα που λειτούργησαν (2012-2013) ήταν τα προγράμματα «κοινωφελούς εργασίας», τα οποία έφεραν στο δημόσιο τομέα μεγάλη μάζα εργαζομένων που δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν ήταν σε καμιά περίπτωση μόνιμοι, γιατί είχαν σύμβαση για πέντε μήνες. Θεωρητικά δεν είχαν κοινή θέση απέναντι στον εργοδότη τους γιατί είχαν ατομικές συμβάσεις με αυτόν. Δεν ασφαλίζονταν μόνιμα γιατί δικαιούνταν ιατροφαρμακευτική κάλυψη μόνο για την περίοδο που «ωφελούνταν», αν και η κρατική γραφειοκρατία κατάφερνε πολλές φορές να μην έχουν καθόλου κατά τη διάρκεια της πεντάμηνης «ωφέλειας». Απαγορευόταν να διαπραγματευτούν την τιμή της εργασίας που προσφέρουν γιατί δεν προβλεπόταν το δικαίωμά τους να απεργούν. Δεν είχαν άδειες μια και δεν θεωρούνταν εργαζόμενοι. Τέλος, θεωρούνταν από τη νομοθεσία ότι δεν καλύπτουν βασικές ανάγκες του κρατικού μηχανισμού. Τη διαχείριση αυτών των προγραμμάτων είχαν αναλάβει διάφορες κρατικά επιχορηγούμενες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.

Συνεχίζοντας το σαφάρι απέναντι στην εργατική παραγωγικότητα, τα αφεντικά παρουσιάζουν τις «επιταγές εισόδου στην αγορά εργασίας για άνεργους νέους έως 29 ετών», όπου τη δουλειά των Μ.Κ.Ο. αναλαμβάνει ο ΟΑΕΔ, τη θεωρητική κατάρτιση των άνεργων νέων αναλαμβάνουν τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης, τα οποία κερδίζουν ένα χιλιάρικο για κάθε κεφάλι που καταρτίζουν και στέλνουν να δουλέψει στον ιδιωτικό τομέα. Σε ένα αφεντικό δηλαδή, που δε θα πληρώνει τίποτα για τον εργαζόμενο που θα δουλεύει στο μαγαζί του για πέντε μήνες. Τι θα γίνεται; Ο «ωφελούμενος» από το συγκεκριμένο πρόγραμμα, θα παίρνει στο τέλος αυτού (ή και κάνα χρόνο μετά όπως συνέβη σε πολλές περιπτώσεις) μια αποζημίωση/μπόνους της τάξης των 2000-2500 ευρώ, με την προβλεπόμενη παρακράτηση φόρου φυσικά. Στο τέλος του προγράμματος, ξαναγράφεται στις λίστες ανεργίας του ΟΑΕΔ απ’ όπου ψαρεύτηκε την πρώτη φορά, μαζεύει πόντους σύμφωνα με τα προσόντα του και κυρίως το χρόνο που είναι άνεργος. Έτσι θα περάσουν πολλοί και πολλές από τη θέση του «ωφελούμενου», εφόσον κάνουν τα χαρτιά τους για μια τέτοια θέση φυσικά. Αλλά όταν οι δουλειές σήμερα είναι λίγες έτσι κι αλλιώς, και με δεδομένη την σχετική απουσία συλλογικού πνεύματος αγώνα από πλευράς μας, τα 5μηνα προγράμματα βρίσκουν ανταπόκριση. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να προσληφθεί ο ωφελούμενος από το αφεντικό του. Τότε το αφεντικό παίρνει μια επιδότηση από το κράτος για αυτό και το ΚΕΚ κερδίζει 300 ευρώ ακόμα για την καλή δουλειά που έκανε όσον αφορά στην κατάρτιση του ωφελούμενου, αλλά και στο ρόλο του ως προξενήτρα μεταξύ αφεντικού και εργαζόμενου. ΚΕΚ, αυτός ο φινετσάτος, κοστουμαρισμένος, σύγχρονος δουλέμπορος ντόπιων νεοπρολετάριων.

Ο συνολικός σχεδιασμός των αφεντικών κερδίζει γιατί οι εργάτες (είτε εργαζόμενοι είτε άνεργοι για κάποια περίοδο με επίδομα) μετατρέπονται σε μόνιμα αναζητούντες εργασία χωρίς κανονικούς μισθούς (άμεσος μισθός), χωρίς ουσιαστική ασφάλιση ή μελλοντική συνταξιοδότηση (έμμεσος μισθός), χωρίς άδειες, χωρίς κοινό πεδίο οργάνωσης εργατικών αντιστάσεων. Απαξίωση της εργατικής δύναμης δηλαδή.

Το παρασιτικό μόρφωμα που ονομάζεται ΚΕΚ κερδίζει πουλώντας φύκια για μεταξωτές κορδέλες στους άνεργους και κάνοντας τον αναίσχυντο μεσάζοντα για να γίνουν σχεδόν απλήρωτοι εργαζόμενοι.

Τα κάθε είδους μικρά, μεσαία ή μεγάλα αφεντικά, που παίρνουν ωφελούμενους στη δουλειά, κερδίζουν την απλήρωτη εργασία ανθρώπων. Ό,τι παράγει ο ωφελούμενος πάει στην τσέπη του αφεντικού.

Εμείς οι νεοπρολετάριοι είναι που δεν κερδίζουμε τίποτα από αυτήν την υπόθεση.

 

«Πρωτόγνωρη επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα» αυτά τα προγράμματα; Ή αντιθέτως «μας γυρίζουν δεκαετίες πίσω»;

Το σύστημα της «ανταποδοτικής πρόνοιας» (ενεργητική μορφή αντιμετώπισης της ανεργίας) επιδιώκει την παραγωγική διαχείριση, μέσα από τον καταναγκασμό στην εργασία, των ανέργων. Ναι, είναι προς το συμφέρον των αφεντικών σήμερα να βρισκόμαστε σε μια διαρκή συνθήκη ανεργίας, δουλεύοντας αραιά και πού για ένα ξεροκόμματο στο πλαίσιο τέτοιων προγραμμάτων. Έτσι οι δείκτες της ανεργίας μειώνονται ενώ ταυτόχρονα εξαφανίζεται εκείνο το μόνιμο παραδοσιακό πεδίο δράσης, ζύμωσης και συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατών για την όποια διεκδίκηση. Μικρά χρονικά διαστήματα εργασίας/κατάρτισης, το εργασιακό δίκαιο παραγκωνίζεται, καθώς δεν ισχύει κανένα εργασιακό δικαίωμα για τον ωφελούμενο, ενώ ο τελευταίος δυσκολεύεται μέσα σε αυτό το πλαίσιο να δει τον εαυτό του ως αυτό που πραγματικά είναι: εργαζόμενος και όχι άνεργος ωφελούμενος. Έχουμε να αντιμετωπίσουμε τελικά όπως είπαμε μια επίθεση με τα όλα της. Επίθεση υλική και ιδεολογική.

Και αυτή η επίθεση ούτε είναι καινούρια υπόθεση ούτε μας γυρίζει δεκαετίες πίσω, όπως ακούμε από διάφορες μεριές να επαναλαμβάνεται. Από συνδικαλιστικούς φορείς σαν τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ που τα έχουν κάνει πλακάκια με τον εχθρό εδώ και δεκαετίες. Από τη συστημική αριστερά που έχει συνταχθεί εδώ και 150 χρόνια με αυτό το σύστημα εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και έχει ως μοναδικό σκοπό να το διαχειριστεί, με οποιονδήποτε τρόπο.

Η πραγματικότητα του «μαύρου εργαζόμενου» εδώ και πολλά χρόνια σε αυτό κράτος, είναι η σημερινή πραγματικότητα του 5μηνίτη εργαζόμενου, του voucherά. Ανασφάλιστη εργασία, κάποιες φορές απλήρωτη, χαμηλότατα μεροκάματα/νυχτοκάματα, άδειες και νομική προστασία της εργατικής κινητοποίησης ούτε για πλάκα, απόλυση όποτε γουστάρει το αφεντικό χωρίς κανένα κόστος για αυτό. Η εργατική δύναμη, βορά στα νύχια του κεφαλαίου. Με τη διαχείριση της κρίσης λοιπόν, ό,τι γινότανε τόσα χρόνια στη «μαύρη πλευρά της οικονομίας» μεταμφιέζεται σε επίσημο νόμο τους κράτους. Και μια έκφανση αυτής της επισημοποίησης είναι και τα προγράμματα του ΟΑΕΔ. Νόμοι της αγοράς = Νόμοι του Κεφαλαίου = Νόμοι του κράτους. Τι παράξενο…

Από την άλλη, αυτό που ονομάζεται κατάρτιση του νεοεισερχόμενου στην αγορά εργασίας, μέσω τέτοιων προγραμμάτων, δεν είναι σε καμιά περίπτωση κάτι καινούριο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τον προάγγελο, τα «προγράμματα stage» ή την υποχρεωτική πρακτική άσκηση σε πολλούς κλάδους (όπως οι δικηγόροι ή οι απόφοιτοι ΤΕΙ).

Επίσης η ωρομισθία ή η σύμβαση περιορισμένου χρόνου (και η επακόλουθη απόλυση μετά το τέλος της εργασιακής σεζόν) είναι δοκιμασμένη στο δημόσιο τομέα εδώ και χρόνια. Η επίταση όλων αυτών είναι τα προγράμματα για ανέργους του ΟΑΕΔ.

 

Η «ανταποδοτική πρόνοια» είναι πραγματικότητα εδώ και δεκαετίες σε πολλές χώρες της ευρώπης[2]. Στη βρετανία, στη γαλλία, στη γερμανία ο άνεργος επιδοτείται για να ψάχνει για μια θέση εργασίας και όχι επειδή είναι άνεργος. Περνάει συνεντεύξεις που του κανονίζει ο εκεί ΟΑΕΔ. Άμα αρνηθεί μια θέση εργασίας χάνει το επίδομά του. Στο εξωτερικό, πέρα από αναδιάρθρωση των σχέσεων εργάτη/αφεντικού και επαναθεμελίωση της έννοιας της ανεργίας με άλλα χαρακτηριστικά, υπήρχε και ο σκοπός της επίθεσης στην «άρνηση εργασίας» από πλευράς κομματιού της εργατικής τάξης. Η δυνατότητα που έδιναν δηλαδή αυτά τα κράτη σε κάποιους υπηκόους τους να μπορούν να ζουν χωρίς να δουλεύουν για κάποιο διάστημα είναι ασύμβατη με το νεοφιλελευθερισμό. Τα προνοιακά επιδόματα σε συνδυασμό με κινήματα καταλήψεων γης και στέγης (πχ στη Γερμανία) έδινε σε κομμάτια του πληθυσμού τη δυνατότητα να αποφεύγουν την άμεση σχέση της μισθωτής εργασίας για κάποιο διάστημα. Πράγμα απαράδεκτο τόσο με υλικούς όσο και με ιδεολογικούς όρους για ένα σύστημα που βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής παραγωγικότητας με σκοπό το κέρδος.

Να μην ξεχνάμε ότι αυτό που λέμε «ανταποδοτική πρόνοια» ή «Workfare» στα αγγλικά (προερχόμενης εξ αμερικής) είναι ντιρεκτίβα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντάσσεται σε ένα αναπτυξιακό σχέδιο που έφτιαξε αυτή η ένωση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων, το οποίο ονομάζεται «Ευρώπη 2020» και εγκρίθηκε το 2010. Και το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο εδράζεται, καταγράφεται σε διάφορες συμφωνίες κοινής στρατηγικής των αστικών τάξεων της ευρώπης, όπως η «Λευκή Βίβλος» που υπογράφτηκε στη Σύνοδο Κορυφής του 1993 και η «Στρατηγική της Λισσαβόνας» της Συνόδου Κορυφής  του 2000.

Γνώμη μας είναι πως τα προγράμματα αυτά (5μηνα, voucher κλπ) πρέπει να ιδωθούν ως ένα γνωσιακό κεφάλαιο των αφεντικών σε παγκόσμια κλίμακα. Και να δούμε πώς αυτή η εμπειρία  των αφεντικών εφαρμόζεται στην ελλάδα, με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που υπάρχουν εδώ.

 

Στην ελλάδα –αντίθετα με χώρες όπως η αγγλία, η γερμανία ή η γαλλία- μπορούσες δυσκολότερα να κατοχυρώσεις δικαίωμα για επίδομα ανεργίας, ενώ άλλες μορφές προσπάθειας εξασφάλισης της επιβίωσης έξω από τη εργασία –και συνεπακόλουθα το μισθό- δεν ήταν τόσο διαδεδομένες (καταλήψεις στέγης, διευρυμένες συγκατοικήσεις κ.α.). Δηλαδή δεν ήταν μεγάλος ο αριθμός των ατόμων που μπορούσαν να ζήσουν για καιρό εκτός εργασίας ή έστω να διεκδικήσουν ένα επίδομα ανεργίας. Η στήριξη και η αναπαραγωγή του ανέργου στην ελλάδα βασίζονταν κατά κύριο λόγο στην ελληνική οικογένεια και την μικροϊδιοκτησία (και οι μνημονιακές πολιτικές δίνουν τα χτυπήματα σε αυτό το υποστηρικτικό δίκτυο, ώστε η εργασία –με οποιουσδήποτε όρους- να γίνεται η μοναδική λύση). Ωστόσο δεν γίνεται να μην δούμε τις αντιφάσεις που αναδεικνύονται. Από τη μία δηλαδή το κεφάλαιο δημιουργεί συνθήκες αβίωτες για τον μέσο βαουτσερά, από τη άλλη χτυπάει κι εκείνα τα μέσα που θα μπορούσαν να τον συντηρήσουν. Σαν να προσδοκά (το κεφάλαιο) στην πλήρη εξάντληση ενός μεγάλου κομματιού του πληθυσμού που δεν του είναι αξιοποιήσιμο πλέον. Και καθώς «ξεπαστρεύεται» αυτό το κομμάτι, το υπόλοιπο συνεχίζει τον εργασιακό του βίο με όρους όλο και πιο δυσχερείς και ταυτόχρονα πολύ ευνοϊκούς για τον καπιταλισμό.

Χωρίς να παραβλέπουμε ότι Έλεγχος της Ανεργίας / Αναδιάρθρωση της Εργασίας είναι αλληλένδετα, θα παίρναμε το ρίσκο να υποθέσουμε ότι αυτό που σε άλλες χώρες λειτούργησε κατά κύριο λόγο ως πειθάρχηση της ανεργίας, στην ελλάδα λειτουργεί περισσότερο (ή πιο άμεσα θα λέγαμε) σαν μια νέα οργάνωση της εργασίας, που στόχο έχει την ακραία υποτίμηση του εργάτη και της εργάτριας, με την έννοια της αφαίρεσης της δυνατότητας ελέγχου πάνω στην εργασία (της αμοιβής, του χρόνου, του τόπου, των συνθηκών). Σε πλήρη αντιστοιχία με τα υπόλοιπα αντεργατικά/αντικοινωνικά μέτρα που έχουν να κάνουν με την ασφάλιση, τη σύνταξη και την υγεία. Δηλαδή η υποτίμηση της εργατικής δύναμης γίνεται με το τσάκισμα τόσο του άμεσου μισθού, όσο και του έμμεσου.

Στην ελλάδα, οι εργαζόμενοι σ’ αυτά τα προγράμματα καλύπτουν (τώρα πλέον σύμφωνα και με τον νόμο) πάγιες ανάγκες του κρατικού και ιδιωτικού τομέα. Και έχουμε την πεποίθηση πως θα υπάρχουν όλο και περισσότεροι εργάτες υπό αυτό το εργασιακό καθεστώς, το οποίο όλο και θα επεκτείνεται σε νέους τομείς της οικονομίας. Και έτσι όλο θα μειώνεται και ο όγκος των “εργαζομένων παλαιάς κοπής”. Δηλαδή εργατών με συνθήκες που αναφέρονται στην ταξική ισορροπία που υπήρχε πριν την έναρξη της σύγχρονης πολιτικής διαχείρισης της κρίσης. Δηλαδή με μισθό, άδειες, επιδόματα και μόνιμη σχέση εργασίας.

 

Δυνατότητες απάντησης από την πλευρά του νεοπρολεταριάτου

Το πρώτο βήμα, θα λέγαμε, για το άνοιγμα μιας προοπτικής οργάνωσης και αγώνα ενάντια στις νέες αυτές συνθήκες είναι η συνειδητοποίηση της θέσης μας.

Αυτή η συνειδητοποίηση –ότι μιλάμε για εργάτες και όχι για ωφελούμενους άνεργους- και συνεπακόλουθα η αποκρυστάλλωση μιας στέρεης πολιτικής θέσης (με τη σωστή τοποθέτησή της στην ελληνική πραγματικότητα) θα καθορίσει τους τρόπους και τις μορφές αγώνα που θα επιλέξουμε ως υποκείμενα του αγώνα.

Αντιλαμβανόμαστε ότι η κατάκτηση της συνειδητοποίησης που απαιτείται για την πολιτική και επαναστατική στράτευση του νέο-προλεταριάτου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Συναντά δυσκολίες που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από τις βίαιες ανακατατάξεις στη σύνθεση της εργατικής τάξης ή αλλιώς από τη νέα «ταυτότητα» του «πολυσθενούς» -ή ακόμα καλύτερα του «πολυλειτουργικού»- σύγχρονου εργάτη. Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η πολυλειτουργικότητα/ πολυσθένεια αυτή αποτελεί το κυρίαρχο παράδειγμα: είτε με τη μορφή της ταυτόχρονης εργασίας του ατόμου σε περισσότερες από μία δουλειές, είτε με την βίαιη –δηλαδή σε σύντομο χρόνο- εναλλαγή σε διαφορετικά εργασιακά περιβάλλοντα. Είτε με ένα διαρκές μπες-βγες στην ανεργία ή την εργασία. Τα προγράμματα workfare έχουν κάνει πραγματικότητα σε όλο τους το μεγαλείο τα παραπάνω.

Υποστηρίζουμε ότι η νέα αυτή πραγματικότητα δεν είναι ούτε ζήτημα ατομικής επιλογής, ούτε αποτέλεσμα της μείωσης του αναγκαίου εργασιακού χρόνου που έχει επιτευχθεί στον καπιταλισμό (με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών). Ούτε αποτελεί ένδειξη ότι η εργατική τάξη  -ως έννοια και πραγματική συνθήκη- πνέει τα λοίσθια. Υποστηρίζουμε ότι είναι προϊόν και επακόλουθο της αυξανόμενης ανεργίας, της καπιταλιστικής κρίσης, ή καλύτερα της προσπάθειας για μια «ανθρώπινη διαχείριση» της κρίσης: μείωση εθνικών δεικτών ανεργίας αλλά με μισθούς ξεροκόμματα, εκ περιτροπής εργασία, διπλές δουλειές με ασφάλιση μόνο στη μία κλπ. Είναι μία «από τα πάνω» επιβαλλόμενη συνθήκη, που επιτρέπει την αναπαραγωγή της υπάρχουσας εκμετάλλευσης με νέους όρους: μέσα από ψευδαισθήσεις για την κοινωνική και οικονομική ανέλιξη. Συνεπής πρακτική ως προς αυτό είναι το πλασάρισμα των voucher, των προγραμμάτων κοινωφελούς εργασίας και των υπόλοιπων προγραμμάτων ως μια προσωρινή κατάσταση, ένα βήμα που θα μας εξασφαλίσει στο μέλλον μια θεσούλα στην αγορά εργασίας, καθώς μας προσφέρουν απλόχερα εμπειρία/προϋπηρεσία και κατάρτιση. Είναι ακόμα μία προσπάθεια του καπιταλισμού να ξεπεράσει ακόμα μία κρίση, να νομιμοποιήσει νέες εργασιακές σχέσεις, να διαρρήξει τη συλλογικότητα που προσφέρει ο σταθερός χώρος και χρόνος δουλειάς ώστε να αποφύγει τους κοινωνικούς/ταξικούς κραδασμούς των οργανωμένων αρνήσεων του νεο-προλεταριάτου, που το βάθεμα της κρίσης του μπορεί να επιφέρει.

Να αντιληφθούμε σε δεύτερο χρόνο ότι αυτό το μοντέλο διευρύνεται, ότι αφορά τους πάντες και όχι μόνο τους τωρινούς 5μηνίτες. Επίσης οι πέντε ή οι έξι ή οι οχτώ μήνες ενός προγράμματος είναι ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα ώστε να μπορεί κάποιος να ορίζει σήμερα τον εαυτό του πενταμηνίτη και κάποιος άλλος όχι.

Να πολεμήσουμε τον κοινωνικό κανιβαλισμό που προκαλείται καθώς μας ρίχνουν το τυράκι της ανανέωσης της σύμβασης ή της πρόσληψης με ευμενέστερους όρους. Στους χώρους των προγραμμάτων ανθίζει το φαινόμενο της ατομικής προσπάθειας ανέλιξης μέσα από ρουφιανιλίκια, απεργοσπαστικό ρόλο κ.ά. Πάντα φυσικά μένουμε με τη γεύση του μαστίγιου και όχι του καρότου, τσαλαπατώντας ακόμα περισσότερο την εργατική μας αυτοπεποίθηση.

Να συνειδητοποιήσουμε και να αναδείξουμε στη συνέχεια το ρόλο του κράτους και των φορέων του ως μεσαζόντων. Τα προγράμματα αυτά δεν κοστίζουν στον προϋπολογισμό του κράτους. Ακόμα και ως ΕΣΠΑ επιστρέφει το βάρος στον φορολογούμενο. Τα κέρδη για μια μεσαία τάξη που επωφελείται (διάφοροι διαχειριστές και συντονιστές ΚΕΚ κτλ) είναι τεράστια, σε σχέση με τα χρήματα που ξοδεύονται για τον «άνεργο». Θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε τους ισολογισμούς!

Με κάθε τρόπο να καταδείξουμε τον αποπροσανατολιστικό ρόλο ΚΑΙ αυτής της νέας εργασιακής πραγματικότητας, με στόχο τη διαμόρφωση κοινής ταξικής συνείδησης και δράσης. Επιβάλλεται να αντιληφθούμε τη σύγχρονη σύνθεση της εργατικής τάξης με όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικούς όρους, ώστε οι θέσεις μάχης που θα λάβουμε να είναι στέρεες, σίγουρες και παθιασμένες. Οι διαφορετικές θέσεις στην εργασία και οι γρήγορες εναλλαγές σε αυτές είναι νέα μετερίζια αγώνα, που θα πρέπει να αξιοποιήσουμε ανάλογα. Σε αυτούς που βλέπουν το θάνατο της εργατικής τάξης, εμείς απαντάμε ότι, όσο υπάρχει καπιταλισμός, η εργατική τάξη δεν μπορεί να «αυτοκαταργηθεί». Μπορεί όμως να αλλάξει τα όπλα της.

Η συνειδητοποίηση ότι μιλάμε για εργάτες σε μια νέα, δυσμενέστερη θέση απέναντι στα αφεντικά τους είναι το πρώτο βασικό, απαραίτητο βήμα προς μια θέση μάχης. Το πως θα δοθεί ενέχει πολλές προβληματικές, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

Η κοινωνικοποίηση των αγώνων και των αιτημάτων τους είναι μια «σταθερά» τις τελευταίες δεκαετίες στην ελλάδα, τουλάχιστον από το ‘80 και μετά. Η κοινωνία γενικώς, αναγνώζεται από τα υποκείμενα του αγώνα ως αναμενόμενα φίλια δύναμη. Είναι σήμερα αυτή η πραγματικότητα; Είναι η κοινωνικοποίηση των δικαίων του κάθε αγώνα η απάντηση στο πως πρέπει να κινηθούμε μέσα στους αγώνες; Στην περίπτωση των πεντάμηνων προγραμμάτων φαίνεται να «ταιριάζει» κάτι τέτοιο μια και μιλάμε για μια συνθήκη που γενικεύεται και περικλείει όλο και μεγαλύτερο κομμάτι νεο-προλετάριων. Αντιθετικά όμως, διαπιστώνουμε πως η γενικευμένη και χωρίς όρους επίθεση των αφεντικών την τελευταία πενταετία τουλάχιστον, έχει ατσαλώσει τον ατομισμό που καλλιεργούνταν 10ετίες και η απάθεια απέναντι στα χτυπήματα που δέχονται άλλες κοινωνικές ομάδες είναι ο κανόνας. Να ένα ζήτημα που το ανταγωνιστικό κίνημα πρέπει να εξετάσει, να το απαντήσει και να κινηθεί ανάλογα.

Δεύτερο σημείο που πρέπει να εξετάσουμε είναι το γιατί οι όποιοι αγώνες ξεσπούν εδώ και εκεί μένουν στην ουσία ασύνδετοι μεταξύ τους. Ή για να το πούμε πιο σωστά, συνδέονται μεταξύ τους μέσω της εκπροσώπησής τους από το ΣΥΡΙΖΑ χθες και την κυβέρνηση σήμερα. Είτε του το ζητήσουν είτε όχι, διαμεσολαβούνται με μιντιακούς όρους και χάνουν την όποια δυναμική μπορεί να τους δώσει η απροβλεπτότητά τους. Εδώ αυτό που απουσιάζει είναι ο πολιτικός σχεδιασμός με επαναστατική στρατηγική, με βασικό στόχο την αντιμετώπιση του κατακερματισμού και της συντεχνιακότητας των όποιων αγώνων. Απουσιάζουν τα υποκείμενα εκείνα, τα οποία θα οδηγήσουν τους αγώνες που ξεσπούν σε μια κοινή πορεία, που θα θέσει εμπόδιο στο δρόμο της, όποιον αποπροσανατολισμό εμφανίζεται.

Και εδώ αντιλαμβανόμαστε την ανάδυση ενός τρομαχτικού διλλήματος. Δύο είναι οι δρόμοι. Ο ένας είναι ο αχαλίνωτος κοινωνικός κανιβαλισμός: «Εγώ θα πιάσω μια καλή θέση μετά από το τάδε 5μηνο, μετά από την κατάρτισή μου, μετά από τις ατελείωτες ώρες απλήρωτης δουλειάς που θα ρίξω τώρα, και όλοι οι άλλοι θα μείνουν πίσω. Θα τους ξεπεράσω, θα τους νικήσω. Το πετυχημένο μέλλον μου βασίζεται στο αποτυχημένο μέλλον των άλλων». Ο άλλος είναι οργάνωση σε μια κοινή βάση που να λέει: εμείς είμαστε εργάτες, βράζουμε στο ίδιο βαρέλι, τα αφεντικά και το κράτος τους μας δείχνουν πως έχουμε ένα κοινό μέλλον, οπότε και η απάντηση που θα πρέπει να δώσουμε θα πρέπει να είναι κοινή.

[1] Αντιλαμβανόμαστε αυτό το σχήμα ως μια δομική αντίφαση του καπιταλιστικού συστήματος: από τη μια απαιτεί κατανάλωση για να ανατροφοδοτείται (όπως και να επανακάμπτει ακμαιότερο, ξεπερνώντας κρίσεις του) και από την άλλη η διαχείριση της κρίσης οδηγεί σε περισσότερους ανέργους, μικρότερους μισθούς, μικρότερες αγοραστικές δυνατότητες των υπηκόων.

[2] Για την εφαρμογή της ανταποδοτικής πρόνοιας ή Workfare διεθνώς, βλέπε την έκδοση της Συνέλευσης για την Κυκλοφορία των Αγώνων «Workfare: η συνέχεια της ανεργίας με άλλα μέσα» (06-2013)

Πέλοτο,
05.2014

Προκηρυξη παρουσιασης της Ιδρυτικης Διακηρυξης του Πελοτο, 03.2014

Προκήρυξη που τυπώθηκε σε 1000 αντίτυπα τον Μάρτη του 2014, η οποία συνοψίζει την Ιδρυτική διακήρυξη του Πέλοτο.
Μπορείς να την κατεβάσεις σε pdf από εδώ ή να τη διαβάσεις παρακάτω.

 

Δεν είναι και πολύ μακριά το 2009. Χρονιά που αρχίσαμε να νοιώθουμε τι είναι η κρίση και πως αυτή “δούλεψε” στην ελλάδα. Και λέμε πως “δούλεψε” γιατί πραγματικά κάποιοι κάνανε χρυσές δουλειές.

Ενώ κάποιοι άλλοι είδαμε τις τσέπες μας να αδειάζουν, τα καλοριφέρ να φεύγουν και το κρύο να έρχεται, το αφεντικό να μας πληρώνει όλο και πιο αραιά και έναν –κρυφό και φανερό- καθημερινό φασισμό να πυκνώνει όλο και περισσότερο τον αέρα που αναπνέουμε. Και όλη αυτή η κατάσταση να γίνεται όλο και εντονότερη, και να επηρεάζει όλο και βαθύτερα, ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας.

Και ποιος φταίει για όλα αυτά;

Μήπως φταίμε εμείς που είχαμε πολλά καγιέν; μήπως φταίνε οι γερμανοί που καταδιώκουν εμάς τους έλληνες; μήπως φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι που ήταν τόσο μα τόσο πολλοί και τρώγανε τόσα χρόνια το κρατικό χρήμα; μήπως φταίνε οι μετανάστες που μας παίρνουν τις ωραίες, τις ξεκούραστες και τις τόσο καλοπληρωμένες δουλειές; βρε μήπως φταίνε οι πολιτικοί που τους αφήσαμε να κάνουν τη δουλειά τους και δεν την έκαναν; Και είναι διεφθαρμένοι από πάνω. Ρε παιδιά; μήπως μας ψεκάζουνε;

Εντάξει, το ξέρουμε ότι οι απαντήσεις που δόθηκαν μαζικά ήταν αναμενόμενες. Δόθηκαν στην τηλεόραση, τις πετάξανε κάτι τσιράκια των αφεντικών (βλέπε μεγαλοδημοσιογράφοι, πολιτικοί, «ειδικοί αναλυτές» και άλλοι καλοπληρωμένοι ρουφιάνοι), τα αναμασήσαμε και μείς στα καφενεία και τις δουλειές μας και τις ουρές του οαέδ. Τα είπαμε χωρίς να πολυπαιδευτούμε. Στερεότυπα και θεωρίες συνωμοσίας. Ω τι ευκολοχώνευτο.

Αλλά εμείς νομίζουμε ότι αυτές οι απαντήσεις έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο σκοπό. Να μας αποπροσανατολίσουν. Να μας κρατήσουν μακριά από το τι πραγματικά φταίει, να μεταθέσει τις ευθύνες “στον άλλο”, “στον ξένο”, “στο διαφορετικό”. Να οχυρωθούμε πίσω από το φόβο μας. Να κανιβαλίσουμε απέναντι σε άτομα της τάξης μας. Ο ένας ενάντια στον άλλο.

Αυτό είναι. Είτε επιρρίπτουμε τις ευθύνες απλά στους εκάστοτε διαχειριστές του συστήματος, είτε σε άλλες κοινωνικές ομάδες, είτε στους ίδιους τους εαυτούς μας, τελικά μένουμε μακριά από την ουσία του ζητήματος. Το γεγονός δηλαδή ότι τέτοιου είδους κρίσεις είναι αναπόσπαστο κομμάτι του καπιταλιστικού συστήματος. Και κάποιοι βγαίνουν κερδισμένοι από αυτές, κάποιοι άλλοι χαμένοι.

 

Κρίση δικιά μας ή των αφεντικών;

Πολλά είναι τα χαρακτηριστικά ενός συστήματος κοινωνικής οργάνωσης. Και πολλά τα επίπεδα αλληλοεμπλεκόμενων εξουσιαστικών σχέσεων σε ένα τόσο πολύπλοκο (και παρανοϊκό) σύστημα όπως είναι το καπιταλιστικό σύστημα του 21ου αιώνα. Αλλά έχει ένα βασικό, κεντρικό χαρακτηριστικό. Και αυτό είναι η προσπάθεια παραγωγής κέρδους. Η προσπάθεια συσσώρευσης του μέγιστου δυνατού πλούτου από τα αφεντικά, με το μικρότερο δυνατό κόστος. Και όπου κόστος διάβαζε “εργατική δύναμη”.

Και σκάει η κρίση στην ελλάδα. Και τα αφεντικά βλέπουν ότι τα κέρδη δεν πάνε και τόσο καλά. Κάποιοι αρχίζουν μάλιστα να κλείνουν τις επιχειρήσεις τους –ή τα εργοστασιάκια, τις εταιριούλες κλπ- γιατί δεν τους είναι συμφέρον να τις έχουν ανοιχτές. Οι τράπεζες δεν βλέπουν τα ταμεία τους να γεμίζουν χρήμα. Και τι θα γίνει τώρα; Μα φυσικά θα μετατεθεί η ευθύνη και οι όποιες συνέπειές της στους φτωχότερους. Στους απλούς υπηκόους αυτού του κράτους. Το κόστος που λέμε δηλαδή, πρέπει –για τα αφεντικά και τα συμφέροντά τους- να μειωθεί κι άλλο. Να υποτιμηθεί. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού θα πεταχτεί στην αχρηστία και θα οδηγηθεί στην αναξιοπρέπεια. Η υποτίμηση αυτή, της αξίας της εργατικής δύναμης, μέσα από την επίθεση σε κάθε “παλιό κεκτημένο των εργαζομένων” και τις στρατιές ανέργων που δημιουργεί, εξυπηρετεί με συνέπεια το σκοπό της απομάκρυνσης του κομματιού αυτού των νεο-προλεταρίων, που σε συνθήκες κρίσης θεωρείται πλεονάζον.

 

Κράτος προσόδου

Και μια και οι κάθε λογής εργάτες σ’ αυτόν τον τόπο έχουν ξεχάσει ότι έχουν κοινό συμφέρον απέναντι στα αφεντικά τους, και μαζί έχουν ξεχάσει φυσικά και πώς να πολεμούν γι αυτό, πήραν το λόγο κάτι αρχισυνδικαλισταράδες, κάτι πρόεδροι φορέων, κάτι συντεχνιακοί ξεπουλημένοι από καιρό τύποι, που τις εποχές των παχιών αγελάδων έπαιζαν το ρόλο τους μια χαρά. Δηλαδή μεσολαβούσαν τα όποια αιτήματα αυτών που επίσημα εκπροσωπούσαν στην κεντρική εξουσία αυτού του κράτους, δηλαδή τους μικρούς και μεγάλους αξιωματούχους, είτε φανερούς και επίσημους, είτε κρυφούς και ανεπίσημους, μέσα στον κρατικό μηχανισμό. Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί που είχαν καβατζωθεί (ή είχαν προσπαθήσει να καβατζωθούν) όλα αυτά τα χρόνια, από τη μεταπολίτευση μέχρι πριν μια 5ετία. Ήτανε το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας. Που προσπάθησε να πιάσει μια “άκρη” στο κράτος. Είτε γερή και σιγουρότερη και “πιο κοντά στο κέντρο”, και έτσι με περισσότερα λεφτά και περισσότερες ευκολίες και περισσότερη εξουσία. Είτε πιο “στην απέξω”, ίσα-ίσα να βάλουμε το παιδί στο δημόσιο, να σβήσουμε καμιά κλήση, να κάνουμε κάνα αυθαιρετάκι. Όλο αυτό το σύστημα νομής προσόδων μέσω της κρατικής δομής, από την οποία πηγάζουν λογιών-λογιών και διαφορετικής ποιότητας εξουσίες, ονομάζεται κράτος προσόδου. Και μέχρι πρόσφατα ήταν ένα καθοριστικό στοιχείο διαμόρφωσης της νεοελληνικής κοινωνίας και της κουλτούρας της.

 

Ολοκληρωτισμός και κράτος ασφάλειας

Σήμερα που η κρίση ανάδευσε τα λιμνάζοντα νερά και επέβαλε στα αφεντικά να πάρουν τα μέτρα τους, όλα αυτά μας τελείωσαν. Ή τέλος πάντως μας τελειώνουν. Δεν χρειάζεται πλέον το κράτος να συνδιαλλαγεί με κανέναν εκπρόσωπο κοινωνικής ομάδας, με κανένα συνδικαλιστικό στέλεχος της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, τους κάνει πέρα και τους βάζει και χειροπέδες άμα κάνουν τους καμπόσους. Γιατί η ταξική ισορροπία άλλαξε και τα αφεντικά αυτού του κράτους θέλουν να το κάνουν σαφές παντού. Δεν έχει πια συμφωνίες και “κοινωνική ειρήνη” από την πλευρά τους. Δεν έχουν πια περιθώρια άμα θέλουν να είναι στα ίδια επίπεδα κερδών με πριν, άμα θέλουν να διατηρήσουν τις “δουλίτσες” τους και να τις επεκτείνουν. Έχει ξύλο σε όποιον αντιστέκεται, έχει φυλακές σε όποιον δεν έχει το απαιτούμενο συμβιβασμένο φρόνημα, έχει τρομοκρατία στο πεζοδρόμιο και τραμπουκισμό στη δουλειά άμα σηκώσεις κεφάλι και διαφωνήσεις έμπρακτα.

Και όλα αυτά γίνονται επίσημα. Το προσωπικό των αφεντικών, αυτοί που λέμε βουλευτές και υπουργοί και πρόεδροι της δημοκρατίας, τα κάνουν νόμους και στα γρήγορα. Με υπουργικές αποφάσεις και προεδρικά διατάγματα. Κατώτατος μισθός ούτε 500 ευρώ, ένσημα άμα είσαι κάτω από 25 δεν έχει, 5 μήνες δουλειά με “πρόγραμμα” από τις 8 το πρωί μέχρι τις 8 το βράδυ- 5 μήνες ανεργία χωρίς επίδομα… τώρα δούλεψε και τις κυριακές!!! Και από την άλλη έχει όλο και περισσότερους μπάτσους, με όλο και περισσότερα όπλα, όλο και περισσότερους τρομονόμους, όλο και περισσότερο ξύλο, όλο και περισσότερη τηλεόραση που δείχνει τρομοκράτες, και γιάφκες, και μολότοφ και γενικώς πουλάει φόβο (και μαζί ρίχνει και κανένα σάπιο κόκαλο τύπου Τσοχατζόπουλος, για να ροκανίζουμε αγριεμένοι). Φόβο και στο δρόμο και στη δουλειά και στο σπίτι.

 

Οι φασίστες είναι δυνατοί για να είσαι φθηνός εργάτης

Και δεν έχει μόνο κρατικούς φρουρούς της νομιμότητας του δυνατού και της τάξης που τα αφεντικά απαιτούν. Έχει και παρακρατικούς, και τα τελευταία χρόνια είναι περισσότερο οργανωμένοι και περισσότερο δυνατοί. Μιλάμε για τους φασίστες, που είναι πια μέρος της καθημερινότητας (ίσως περισσότερο της τηλεοπτικής από της πραγματικής). Αλλά αυτό δεν είναι κάτι που γίνεται με την κρίση του καπιταλισμού, ούτε έβρεξε και έφερε πολλούς. Το να είναι το φασιστικό κόμμα δυνατό και με επιρροή στην κεντρική πολιτική ατζέντα του ελληνικού κράτους είναι πολιτική διαχείρισης της κρίσης. Όχι δικιάς μας. Αλλά των αφεντικών. Και αυτή η πολιτική απαιτεί φασίστες δυνατούς. Για να φοβίζουν τον μετανάστη εργάτη ακόμα περισσότερο, να είναι ακόμα πιο φθηνός, ακόμα πιο αδύναμος να απαιτήσει τα δίκια του. Και συνεπακόλουθα, να είναι και ο ντόπιος εργάτης πιο φθηνός (μια και ο πάτος του βαρελιού κατεβαίνει ακόμα περισσότερο) και πιο φοβισμένος. Για να είναι “η πατρίδα” και “το έθνος” τα στοιχεία που αποκλειστικά και με ρατσιστικό και εθνικιστικό μίσος θα ορίζουν τους νέο-προλετάριους αυτού του τόπου. Και να θάβεται η ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας κάτω από το μουσικό χαλί του εθνικού ύμνου. Όπου όλοι μαζί, αφεντικά και εργάτες, έχοντες και μη, λύκοι και πρόβατα γινόμαστε ένα. Για να μισήσουμε “τον άλλο”, “τον ξένο”, “το διαφορετικό”. Και να μείνει στο απυρόβλητο αυτός που πραγματικά μας κάνει τη ζωή πατίνι. Το αφεντικό μας και το κράτος του.

Δεν είναι ότι ξαφνικά έγιναν τόσοι οι φασίστες σ’ αυτόν τον τόπο, είναι ότι πολλοί σύνδεσαν τα προσωπικά –μικρά ή μεγαλύτερα- συμφέροντά τους με τον τραμπουκισμό και τα βρώμικα λεφτά. Είναι ότι σε έναν κόσμο που καταρρέει, ο ρατσισμός, ο σεξισμός, ο ελληναρισμός που έτσι κι αλλιώς προϋπηρχε, ήρθε και μετασχηματίστηκε σε οργάνωση μπράβων των αφεντικών και του σάπιου κόσμου τους, της φτώχιας και του κανιβαλισμού. Και άμα τα κομμάτια του κράτους συγκρούονται μεταξύ τους (ας πούμε ο Σαμαράς κυνηγά τη Χρυσή Αυγή) εκπροσωπώντας και διαφορετικά μεγάλα συμφέροντα τις περισσότερες φορές, δεν είναι δικιά μας δουλειά να υπερασπιστούμε τον έναν ή τον άλλον τύραννο της ζωής μας.

 

Και ποιοι είμαστε εμείς και τι να κάνουμε και γιατί

Αυτό που πρέπει να υπερασπιστούμε είναι τα δικά μας συμφέροντα και τη δικιά μας ζωή. Να οργανώσουμε τη δικιά μας πολιτική για το πώς θα χρησιμοποιήσουμε την κρίση για το δικό μας όφελος. Την καπιταλιστική κρίση αυτή των αφεντικών και του κόσμου τους, να την κάνουμε μια ευκαιρία για μας και μια μεγάλη τρύπα για τα αφεντικά και τα τσιράκια τους. Γιατί τα αφεντικά μας και το κράτος τους, έχουν από καιρό καταλάβει τα δικά τους συμφέροντα και μέχρι αυτή τη στιγμή μας κάνουν όλο και πιο αδύναμους, όλο και πιο φοβισμένους, όλο και πιο φθηνούς. Και έτσι όπως πάμε, όταν “αρχίσει η ανάπτυξη” (που αν ακούσεις λίγο πιο προσεκτικά θα καταλάβεις ότι άρχισε… αλλά όπως αναμενόταν όχι για μας), εμείς θα έχουμε πάνω από τα κεφάλια μας μια τέτοια κατάσταση: 500 ευρώ μισθός άμα είσαι στους ευνοημένους και δε δουλεύεις σε «πρόγραμμα κατάρτισης» ή «μαθητείας» ή γενικώς κάτι 5μηνίτικο, ασφάλιση γιοκ, οι απεργίες ημιπαράνομες, φύγε συ – έλα συ σε κάθε δουλειά, αργίες δεν θα υπάρχουν, συσσίτια κρατικών και παρακρατικών φασιστών, κάθε λογιών μπάτσοι να πουλάνε τρομοκρατία παντού.

Γι αυτό εμείς, το νεοπρολεταριάτο αυτού του κόσμου, θα πρέπει να οργανωθούμε ενάντια στο κράτος και τα αφεντικά, για να μη χαθούμε. Και εμείς είμαστε σαφέστατα η πλειοψηφία αυτής της κοινωνίας. Είτε είμαστε έλληνες είτε είμαστε ξένοι, είτε είμαστε χριστιανοί είτε μουσουλμάνοι, και άντρες και γυναίκες, και νέοι και μεγαλύτεροι, είτε δουλεύουμε σε γραφείο είτε στο εργοτάξιο, είτε στην αίθουσα είτε με το δίσκο στο χέρι, είτε στον υπολογιστή είτε με το σφυρί έχουμε κάθε λόγο να κινηθούμε ενάντια στο μέλλον που ετοιμάζεται για τις ζωές μας.

Το ξέρουμε ότι δεν είμαστε όλοι αυτοί ακριβώς το ίδιο. Αλλά οι διαχωριστικές μας γραμμές θαμπώνουν. Δημιουργείται ένα μεγάλο κοινωνικό πεδίο-χωνευτήρι όπου συνυπάρχουμε “παραδοσιακοί” και “νέου τύπου” εργάτες. Κάποιοι με πτυχία από πανεπιστήμια, κάποιοι χωρίς. Κάποιοι που περίμεναν ότι θα γίνουν καλοβαλμένοι μηχανικοί/γιατροί/δικηγόροι, κάποιοι που πίστευαν ότι με την τέχνη που μαθαίνουν θα ανοίξουν πετυχημένη επιχείρηση. Κάποιοι που δουλεύουν στο εργοστάσιο και κάποιοι που κάνουν μαθήματα σε σχολεία και φροντιστήρια. Κάποιοι στον τόπο τους, και κάποιοι άλλοι οδηγημένοι εδώ από την ανάγκη. Κάποιοι που μόλις βγήκαν από τη σχολή τους και ψάχνουν πεντάμηνο πρόγραμμα από τον ΟΑΕΔ και κάποιοι που ακόμα είναι σε μια σχολή και σερβίρουν σε μπαρ.

Ε μέσα από αυτήν την τεράστια μάζα ανθρώπων περιμένουμε να ξεπηδήσουν συλλογικές αρνήσεις αυτού του μαύρου παρόντος και μέλλοντος. Με κατεύθυνση ανατρεπτικές καταστάσεις και όχι ανατροπές παιγμένες στην τηλεόραση και μεσολαβημένες με ψήφους. Το πώς ακριβώς θα γίνουν τα πράγματα κανείς δεν μπορεί να τα ξέρει. Να οργανωθεί όμως, να σκεφτεί και να συζητήσει μαζί με άλλες και άλλους, να βγει στο δρόμο, να απαιτήσει τη ζωή που του κλέβουν… αυτό, μπορεί να το κάνει.